Σελίδες

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Ενβέρ Χότζια - Ομιλία στον Εορτασμό της 20ης Επετείου της ίδρυσης του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας και της 44ης Επετείου της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.


Ομιλία στον Εορτασμό της 20ης Επετείου της ίδρυσης του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας και της 44ης Επετείου της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.

Νοέμβριος, 1961

Αγαπητοί σύντροφοι,

Γιορτάζουμε την 20η επέτειο του Κόμματός μας σε νέες διεθνείς συνθήκες πολύ ευνοϊκές για τις δυνάμεις της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Πριν από είκοσι χρονιά, όταν ιδρύθηκε του Αλβανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στο κόσμο επικρατούσε το καπιταλιστικό σύστημα – σύστημα καταπίεσης και άγριας εκμετάλλευσης των λαών. Η Σοβιετική Ένωση, η πρώτη χώρα του νικηφόρου σοσιαλισμού, ήταν εκείνη την περίοδο περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές από καπιταλιστικές χώρες. Ολόκληροι ήπειροι υπέφεραν κάτω από τον αποικιακό ζυγό του ιμπεριαλισμού. Οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις της αστικής τάξης, τα φασιστικά και πολεμοκάπηλα κράτη, υποκινούμενα από τους πιο επιθετικούς κύκλους του διεθνή ιμπεριαλισμού, εξαπέλυσαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έβαλαν κάτω από το ζυγό τους ολόκληρα έθνη και, σαν άγρια τέρατα, όρμησαν ενάντια στο τέκνο της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης – την Σοβιετική Ένωση.
Σήμερα, μετά από 20 χρόνια, μεγάλες ριζικές αλλαγές συνέβησαν στον κόσμο. Πρώτ’ απ’ όλα, χάρη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου του Σοβιετικού λάου, πραγματοποιήθηκε η ιστορική νίκη επί του φασισμού· η Σοβιετική Ένωση έγινε ο απελευθερωτής των σκλαβωμένων Ευρωπαϊκών λαών. Νέα κράτη αποσπάστηκαν από το καπιταλιστικό σύστημα και μπήκαν στο δρόμο του σοσιαλισμού. Η λαϊκή επανάσταση νίκησε στην Κίνα· αυτό είναι το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός μετά την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Ο σοσιαλισμός βγήκε έξω από τα σύνορα μιας μοναδικής χώρας και έγινε παγκόσμιο σύστημα εκτεινόμενο από τις ακτές της Αδριατικής στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού· αυτή είναι η μεγαλύτερη ιστορική νίκη της διεθνούς εργατικής τάξης.
Το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα, που περιλαβαίνει στους κόλπους του πάνω από 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους με μεγάλη οικονομία και στρατιωτικό δυναμικό συνεχώς αναπτύσσεται με πρωτοφανείς ρυθμούς, έγινε σήμερα ο αποφασιστικός παράγοντας στην εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας. Ασκεί απίστευτη επίδραση στον κόσμο· έγινε μεγάλη ελκυστική και επαναστατική δύναμη.
Το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα δείχνει κάθε μέρα που περνά την αναμφισβήτητη υπεροχή του επί του καπιταλιστικού συστήματος . Είναι η ασπίδα όλων των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου, το απόρθητο τείχος της λευτεριάς και της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
Η ακαταμάχητη ανάπτυξη του σοσιαλισμού και η έκρηξη των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων των λαών αναπόφευκτα οδηγούν στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος σκλαβιάς του ιμπεριαλισμού. Σαράντα - δυο νέα κράτη με συνολικό πληθυσμό πάνω από 1 δισεκατομμύριο και 200 εκατομμύρια κέρδισαν την λευτεριά τους και την εθνική ανεξαρτησία τους. Ενώ μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι χώρες σκλαβώθηκαν και ελέγχονταν από τον ιμπεριαλισμό αποτελώντας πάνω από το 77 τα εκατό των εδαφών του κόσμου και μεταφράζονταν σε περίπου το 70 τα εκατό του παγκοσμίου πληθυσμού τώρα τέτοιες χώρες καταλαμβάνουν μόνο το 10 τα εκατό των εδαφών και είναι περίπου το 3 τα εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού. Η διάλυση του ιμπεριαλιστικού αποικιακού συστήματος είναι το δεύτερο μεγαλύτερο γεγονός μετά την εδραίωση του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος.
Ως αποτέλεσμα της εδραίωσης και παγίωσης του παγκόσμιου συστήματος του σοσιαλισμού και της διάλυσης του ιμπεριαλιστικού αποικιοκρατικού συστήματος, μίκραινε η σφαίρα κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού, βάθαινε πιο πολύ η γενική κρίση του, οξυνθήκαν όλες οι εξωτερικές ταξικές και εθνικές αντιθέσεις. Σήμερα ο ιμπεριαλισμός δεν είναι πια ο μοναδικός κυρίαρχος και πανίσχυρος αφέντης στον κόσμο. Δεν μπορεί πια να τον καταδυναστεύει. Οι νόμοι του δεν εφαρμόζονται παντού στον κόσμο. Μπροστά από το καπιταλιστικό σύστημα που οδηγείται στην αναπόφευκτη καταστροφή του, ορθώνεται ισχυρό και ακατάβλητο το παγκόσμιο σύστημα του σοσιαλισμού που γύρω του συγκεντρώθηκαν και συνεχίζουν να συγκεντρώνονται όλες οι επαναστατικές και αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις οι οποίες αγωνίζονται για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.
Τέτοια είναι πραγματικότητα στις μέρες μας και αυτή η πραγματικότητα δείχνει πειστικά ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων στον κόσμο σήμερα άλλαξε ριζικά και οριστικά υπέρ του σοσιαλισμού και σε βάρος του ιμπεριαλισμού. Οι δυνάμεις του σοσιαλισμού, οι εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις, η ειρήνη και η δημοκρατία είναι ισχυρότερες από τον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία, τον πόλεμο και την αντίδραση. Όλα αυτά δημιούργησαν στον κόσμο μια νέα κατάσταση, πολύ ευνοϊκές συνθήκες για την διεξαγωγή με ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, για την ειρήνη και για την ολοκλήρωση των κοινωνικών, εθνικοαπελευθερωτικών, δημοκρατικών και λαϊκών επαναστάσεων.
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας αναγνωρίζει και κατανοεί τις βαθιές αλλαγές που συνέβησαν στον κόσμο, τις νέες συνθήκες και φαινόμενα που εμφανίστηκαν. Αλλά απορρίπτουμε όλες και οποιαδήποτε προσπάθεια που γίνεται από του σημερινούς ρεβιζιονιστές που, κάτω από το σύνθημα της “δημιουργικής ερμηνείας του Μαρξισμού στις νέες συνθήκες”, διαδίδουν τις λανθασμένες και οπορτουνιστικές απόψεις· προσπαθούν να τις πλασάρουν σαν παραπέρα ανάπτυξη του Μαρξισμού και βιάζονται να στιγματίσουν σαν δογματικούς, σεχταριστές και τυχοδιώκτες οποίους συνεχίζουν να εκφράζουν δημοσία την αντίθεσή τους σε τέτοιες απόψεις. Αυτή είναι γνωστή τακτική. Δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο, τίποτα το πρωτότυπο σε αυτήν. Και οι ρεβιζιονιστές και οπορτουνιστές, αρχίζοντας με τον Μπερνστάϊν και τελειώνοντας στον Τίτο, κάτω από το πρόσχημα της “αλλαγής της κατάστασης” και των “νέων φαινόμενων”, απέρριψαν τις βασικές αρχές του Μαρξισμού. Όπως συνήθιζε να λέει ο Β. Ι. Λένιν, πάντα κρύβονται πίσω από το σύνθημα της πάλης ενάντια στον δογματισμό, χρησιμοποιώντας “την λέξη της μόδας: δογματικός”, ενάντια στον Μαρξισμό.
Από τις αλλαγές που εμφανίστηκαν στον κόσμο, πρέπει να βγάλουμε σωστά, επαναστατικά, Μαρξιστικά – Λενινιστικά συμπεράσματα: πρέπει να βγουν τέτοια συμπεράσματα όχι δημιουργίας ρεφορμιστικών και πασιφιστικών αυταπατών και αποδυνάμωσης της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αλλά δυναμώματος ακόμα πιο πολύ αυτής της πάλης· πρέπει να βγουν τέτοια συμπεράσματα όχι απομάκρυνσης των λαών από την υπόθεση της επανάστασης, αλλά να τους φέρουμε ακόμα πιο κοντά σε αυτήν, να μην τους αποτρέπουμε από την πάλη για την εθνική τους απελευθέρωση, αλλά να ανεβάσουμε αυτή την πάλη σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο.
Ας πάρουμε το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης. Σημαίνει ότι η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων υπέρ του σοσιαλισμού έφερε επίσης αλλαγή στην φύση του ιμπεριαλισμού, ότι δέθηκαν τα χέρια και τα πόδια του ιμπεριαλισμού, ότι δεν είναι ικανός να κάνει ότι θέλει , να εξαπολύσει πολέμους και να αναλαμβάνει διάφορες επιθετικές ενέργειες; Τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι μόνο λανθασμένο, αλλά και πολύ επιζήμιο. Η υποτίμηση των δυνάμεων του εχθρού και η υπερεκτίμηση των ίδιων των δικών μας δυνάμεων αποδυναμώνει την επαγρύπνησή μας και μας σπρώχνει σε επικίνδυνες περιπέτειες, όπως ακριβώς η υποτίμηση των δικών μας δυνάμεων και η υπερεκτίμηση των δυνάμεων του εχθρού οδηγεί σε μη αρχιακές παραχωρήσεις, σε λάθη και οπορτουνιστικές στάσεις. Ξεκινώντας από την πραγματική ισορροπία των δυνάμεων στο κόσμο σήμερα, το Κόμμα μας τόνισε και συνεχίζει να τονίζει ότι στο ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης και τα δυο ενδεχόμενα πρέπει να εξετάζονται και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για τα δυο, γιατί ο πόλεμος μπορεί να εμποδιστεί, όπως επίσης και να εξαπολυθεί από μέρους των ιμπεριαλιστών. Η βαθιά μας πεποίθηση ότι ο τωρινός παγκόσμιος πόλεμος και οι άλλοι επιθετικοί πόλεμοι που εξαπολύουν οι ιμπεριαλιστές μπορούν να εμποδιστούν στερείται νοήματος αν στηρίζεται στις “καλές προθέσεις” των ηγετών του ιμπεριαλισμού, εκτός από στην τεράστια οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στην ενότητα και πάλη της διεθνούς εργατικής τάξης, στις αποφασιστικές προσπάθειες ολόκληρου το κόσμου ενάντια στους ιμπεριαλιστές πολεμοκάπηλους, στην ενότητα και στο αδιάσπαστο όλων των φιλειρηνικών δυνάμεων.
Σ’ όλη την διάρκεια των χρόνων της ύπαρξης της λαϊκής εξουσίας, η Κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας εφάρμοσε αποφασιστική και με συνεπεία εξωτερική πολιτική που ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα του λαού μας και της χώρας, στα συμφέροντα της λευτεριάς και εθνικής ανεξαρτησίας, όπως επίσης στα συμφέροντα όλου του στρατοπέδου του σοσιαλισμού και της υπόθεσης της ειρήνης και της προόδου της ανθρώπινων κοινωνιών. Η βάση της εξωτερικής πολιτικής του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας ήταν πάντα και συνεχίζει να είναι: σταθερό δυνάμωμα των φιλικών σχέσεων, αδελφική συνεργασία και αμοιβαία υποστήριξη και βοήθεια με τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου με επικεφαλής την Σοβιετική Ένωση· υποστήριξη της εθνικοαπελευθερωτικής, αντιιμπεριαλιστικής και αντιαποικιακής πάλης των καταπιεσμένων λαών και εθνών, όπως επίσης την επαναστατική πάλη του εργαζόμενου λαού στις καπιταλιστικές χώρες· προσπάθειες για εξασφάλιση σχέσεων ειρηνικής συνύπαρξης της Λαϊκής Δημοκρατίας Αλβανίας με τις καπιταλιστικές χώρες ειδικά με τις γειτονικές χώρες· προσπάθειες για την διατήρηση και σταθεροποίηση της ειρήνης παγκόσμια και στην περιοχή των Βαλκανίων και της Αδριατικής· ξεσκέπασμα της πολιτικής του πολέμου και της επιθετικότητας που ακολουθείται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με επικεφαλής τις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής και των συμμάχων του και των οργάνων τους γύρω από την χώρα μας, όπως οι Ιταλοί ιμπεριαλιστές, οι Έλληνες μοναρχοφασίστες και οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές.
Στην εξωτερική πολιτική το Κόμμα και η Κυβέρνησή μας πάντα βάδισαν χέρι με χέρι με τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες στις προσπάθειές τους για την διατήρηση και δυνάμωμα της παγκόσμιας ειρήνης. Απόδειξαν πάντα και υποστήριξαν ενεργητικά την γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης και όλων των άλλων σοσιαλιστικών χωρών για την διευθέτηση των πιο σημαντικών διεθνών προβλημάτων. Και αυτή η εξωτερική πολιτική της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας είχε την πλέρια υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών που πάντα την έκριναν ως σωστή πολιτική σε όφελος της κοινής μας υπόθεσης.
Αλλά αργότερα, ο Ν. Χρουτσόφ και σία γύρισαν ανάποδα το σακάκι τους και μας κατηγορούν άλλοτε ότι είμαστε “τυχοδιώκτες και πολεμοκάπηλοι” και άλλοτε ότι “ξαναπροσεγγίζουμε” τον ιμπεριαλισμό. Εκείνοι που μας κατηγορούν, εκτός από συκοφαντίες και επινοήσεις, δεν έχουν κανέναν επιχείρημα, ούτε ένα στοιχείο που να αποδείκνυε ότι άλλαξε η εξωτερική πολιτική της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας. Ούτε και η στάση μας άλλαξε είτε ως αναφορά τα ζητήματα πολέμου και ειρήνης, είτε ως αναφορά τις σχέσεις μας με τα άλλα κράτη, και ιδιαίτερα με τα γειτονικά μας κράτη, είτε ως αναφορά την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το ξεσκέπασμα των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών.
Είκοσι χρόνια ζωής και επαναστατικής πάλης του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας απορρίπτουν όλες αυτές τις συκοφαντίες και τα παραμύθια που προκάλεσαν βαθιά αγανάκτηση και εξόργισαν το λαό μας που αγωνίστηκε ηρωικά και συνεχίζει να αγωνίζεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τα πρωτοπαλίκαρά του. Εκείνοι που κατηγορούν και συκοφαντούν το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και την ηγεσία του δεν είναι σε θέση να φέρουν ούτε καν ένα στοιχείο που μπορούσε να αποδείξει τους ισχυρισμούς τους, ενώ εμείς είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε πολλά τεκμηριωμένα στοιχεία που δείχνουν καθαρά την απομάκρυνσή τους από τις θέσεις του Μαρξισμού – Λενινισμού και από την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Ποτέ δεν τρέφαμε αυταπάτες για τους εχθρούς μας, δεν τους αγκαλιάσαμε και δεν τους φιλήσαμε, δεν τους κολακέψαμε και δεν τους χαϊδέψαμε, ποτέ δεν σκύψαμε το κεφάλι σε αυτούς. Το Κόμμα και η Κυβέρνησή μας πάντα κράτησαν μια αταλάντευτη, αρχιακή, Μαρξιστική – Λενινιστική στάση προς τους εχθρούς της ειρήνης και του σοσιαλισμού· με οξύτητα και συνεχώς ξεσκέπαζε τους ιμπεριαλιστές, είτε τις ΗΠΑ είτε τον Βρεταννικό, τον Γαλλικό είτε τον Ιταλικό και την πολιτική τους του πολέμου και της επιθετικότητας· ασυμβίβαστα και ενεργητικά και ανεπιφύλαχτα υποστήριξαν την δίκαιη υπόθεση των λαών που ξεσηκώθηκαν σε πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Προσέφεραν την πλέρια υποστήριξή τους στους αδελφούς Αλγερινούς, Κουβανέζους, Κογκολέζους, Λαοτινούς και άλλους λαούς στην ιερή τους πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, καταδικάζοντας αποφασιστικά όλες τις επιθετικές προσπάθειες του ιμπεριαλισμού.
Για όλα αυτά τα “καλά” που έκανε το Κόμμα μας στον ιμπεριαλισμό στην διάρκεια αυτών των 20 ετών, επιβραβεύτηκε από αυτόν και τα όργανά του με μια άγρια και και αδυσώπητη πάλη που διεξήγαγαν ενάντια στην Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας μέσω συνεχών συνωμοσιών και προβοκατσιών, μέσω κατασκοπείας, εκβιασμού και αλλεπάλληλων συκοφαντιών.
Μας κατηγορούν ότι φοβόμαστε τον ιμπεριαλισμό, ότι φοβόμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη για την διευθέτηση σημαντικών διεθνών ζητημάτων. Με αυτό εννοούν την σύναψη συμφωνίας ειρήνης με την Γερμανία και την διευθέτηση του προβλήματος του Δυτικού Βερολίνου. Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και η Κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας δεν φοβήθηκαν και ποτέ δεν θα φοβηθούν τον ιμπεριαλισμό· Δεν φοβήθηκαν και ποτέ δεν θα φοβηθούν την ευθύνη τους ως σοσιαλιστική χώρα και ως μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και εκπλήρωσαν έντιμα και απαρέγκλιτα τα διεθνιστικά τους καθήκοντα. Η στάση του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας και της Κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας για το Γερμανικό ζήτημα είναι γνωστή σε όλο το κόσμο, περιέχεται σε πολλά δημοσία γνωστά ντοκουμέντα. Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και η Κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας υποστήριξαν πάντα και συνεχίζουν αποφασιστικά να υποστηρίζουν τις προσπάθειες της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας για ειρηνική διευθέτηση του Γερμανικού προβλήματος. Η άποψη του Κόμματος και της Κυβέρνησής μας ήταν και παραμένει ότι η σύναψη της ειρηνευτικής συμφωνίας με την Γερμανία και η λύση σε αυτή την βάση του προβλήματος του Δυτικού Βερολίνου είναι απαραίτητα μέτρα, από καιρό ώριμα και προς το συμφέρον της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας, της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, προς το συμφέρον της ειρήνης και της ασφάλειας στην Ευρώπη. Είμασταν και είμαστε για μια όσο το δυνατόν γρηγορότερη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων επειδή η αναβολή τους είναι μόνο σε όφελος των εχθρών μας. Η διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας ως αναφορά το Γερμανικό ζήτημα δήλωσε δημοσιά ότι “σε κάθε κατάσταση και σε κάθε επικίνδυνη στιγμή θα αγωνιστούμε μέχρι τέλους μαζί με την Σοβιετική Ένωση και τις άλλες αδελφές χώρες· άσχετα από οποιαδήποτε θυσία σε κάθε περίπτωση και όπως πάντα θα είμαστε αλληλέγγυοι μαζί τους μέχρι τέλους και θα εκτελέσουμε έντιμα το καθήκον μας”. Έτσι ήταν, είναι και θα είναι η στάση του Κόμματός μας και της Κυβέρνησής μας.
Οπότε μπαίνει το ερώτημα: Ποιος πραγματικά φοβάται, ποιος φοβάται την ευθύνη για την διευθέτηση του Γερμανικού ζητήματος, ποιος το τραβά σε μάκρος; Εμείς που είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε τη θέση για την όσο το δυνατόν γρηγορότερη λύση ή οι κατήγοροί μας που υποχώρησαν σε αυτό το ζήτημα και το τρενάρουν από χρόνο σε χρόνο;
Ή ας πάρουμε το ζήτημα του αφοπλισμού. Είναι πασίγνωστο ότι η Κυβέρνησή μας υποστήριξε τις προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης για ολοκληρωτικό και πλήρη αφοπλισμό επειδή για όσο καιρό θα υπάρχουν τα όπλα και διεξάγεται ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός, για όσο καιρό δεν επιτυγχάνεται ο ολοκληρωτικός και πλήρης αφοπλισμός, δεν υπάρχει καθόλου ασφάλεια για την ειρήνη. Η Σοβιετική Κυβέρνηση, μαζί με την δικιά μας Κυβέρνηση, προώθησαν την πρόταση να μετατραπεί η Αδριατική και τα Βαλκάνια σε περιοχή ειρήνης, χωρίς βάσεις επίγειων πυραύλων πυρηνικών όπλων. Αλλά οι προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών χωρών για ολοκληρωτική και πλήρη αφοπλισμό και για την δημιουργία περιοχών ειρήνης απορρίφτηκαν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε τέτοιες συνθήκες η Κυβέρνησή μας υποστήριξε και υποστηρίζει πλέρια την απόφαση της Σοβιετικής Κυβέρνησης για την επανάληψη των δοκίμων πυρηνικών όπλων σαν πολύ σημαντικό και απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης και όλου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, για την χαλιναγώγηση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με επικεφαλής τις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής και τους ρεβανσιστές της Βόννης, που εντατικοποίησαν στο μέγιστο βαθμό τον ξέφρενο εξοπλιστικό ανταγωνισμό και τις πυρετώδεις προετοιμασίες για νέο παγκόσμιο πόλεμο. Γνωρίζουμε ότι ο αφοπλισμός είναι δύσκολο πρόβλημα. Για να επιβληθεί η λύση του στους ιμπεριαλιστές, πρέπει να γίνουν μεγάλες προσπάθειες, όπως επίσης να διεξαχθεί αποφασιστική πάλη από τις σοσιαλιστικές χώρες και όλες τις φιλειρηνικές δυνάμεις.
Αλλά ο Ν. Χρουτσόφ, αντί να ακολουθήσει αυτό το σωστό δρόμο, προσπαθεί να αφοπλίσει μια σοσιαλιστική χώρα όπως την Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας, που είναι περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές από εχθρούς. Αποδυναμώνοντας την αμυντική ικανότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας κάνει κακό όχι μόνο στα συμφέροντα της χώρας μας, αλλά επίσης και σε εκείνες ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Και αυτό το κάνει την περίοδο όταν ο Αμερικάνικος 6ος στόλος περιφέρεται σαν τέρας στην Μεσόγειο, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και την Ιταλία Αμερικάνικες βάσεις πυραύλων, όταν οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ συνεχίζουν πυρετώδικα την κούρσα των εξοπλισμών, όταν οι ιμπεριαλιστές και οι ρεβανσιστές της Δυτικός Γερμανίας είναι πολεμοχαρείς και βάζουν στα σοβαρά σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη. Η Αλβανική Κυβέρνηση δεν είναι ένοχη και δεν φέρνει καμιά ευθύνη για αυτό. Αλλά, σε κάθε περίπτωση δεν έπρεπε για κανένα λόγο να προχωρήσει τόσο πολύ όπως στην ανοιχτή υποκίνηση των ιμπεριαλιστών και διαφόρων αντιδραστικών ενάντια σε μια σοσιαλιστική χώρα όπως την Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Όμως η υπεράσπιση των συνόρων της Αλβανίας είναι πλέρια εξασφαλισμένη.
Σε συνθήκες ύπαρξης στον κόσμο κρατών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα, η μόνη δίκαιη αρχή που διέπει τις σχέσεις μεταξύ τους είναι η αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης, αρχή που δόθηκε σε γενικές γραμμές από τον Λένιν και εφαρμόστηκε και από τον Στάλιν. Το Κόμμα Εργασίας πάντα θεωρούσε και θεωρεί ότι η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης ανταποκρίνεται στα ζωτικά συμφέροντα όλων των λαών, και των σοσιαλιστικών και των καπιταλιστικών χωρών· ανταποκρίνεται στο στόχο του παραπέρα δυναμώματος των θέσεων του σοσιαλισμού και της παγκόσμιας ειρήνης. Οπότε αυτή η αρχή αποτελεί το θεμέλιο των σχέσεων των σοσιαλιστικών μας κρατών με τις άλλες μη σοσιαλιστικές χώρες.
Είναι παράλογο να κατηγορείται το Κόμμα μας και το σοσιαλιστικό Κράτος ότι η στάση του δήθεν είναι ενάντια στην ειρηνική συνύπαρξη. Αυτή η συκοφαντία απορρίπτεται από ολόκληρη την πρακτική δράση του Κράτους μας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Δεν είμαστε ενάντια στην αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης, αλλά δεν συμφωνούμε με κάποιες οπορτουνιστικές απόψεις του Ν. Χρουτσόφ και των υποστηρικτών του που θεωρούν την ειρηνική συνύπαρξη σαν την γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της σοσιαλιστικής χώρας, σαν τον κύριο δρόμο για την νίκη του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, που για χάρη της ειρηνικής συνύπαρξης απαρνιούνται την πάλη για το ξεσκέπασμα του ιμπεριαλισμού, που αρνούνται περίπου ολοκληρωτικά την ιδεολογική και πολιτική πάλη ενάντια στο Γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό με πρόσχημα ότι σε κάποια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η Γιουγκοσλαβία υποστηρίζει τις Σοβιετικές προτάσεις. Τέτοια ερμηνεία της ειρηνικής συνύπαρξης είναι λανθασμένη και αντί – Μαρξιστική επειδή οδηγεί στην άρνηση της ταξικής πάλης. Η σωστή εφαρμογή της πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης, επιβάλει επίσης και το ξεσκέπασμα του ιμπεριαλισμού και της πολιτικής του του πολέμου και της επιθετικότητας, πρέπει να προωθεί την ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης των καπιταλιστικών χωρών, όπως επίσης και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες. Από την μεριά τους, οι επιτυχίες της επαναστατικής ταξικής και εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, περιορίζοντας και αποδυναμώνοντας τις θέσεις του ιμπεριαλισμού, προωθεί την υπόθεση της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης. Τα κομμουνιστικά κόμματα στις καπιταλιστικές χώρες, παράλληλα με την πάλη για να επιβάλουν την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης στις αστικές κυβερνήσεις των χορών τους, διεξάγουν ταυτόχρονα την ταξική πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, για την μετάβαση στο σοσιαλισμό ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας.
Ως προς τις μορφές μετάβασης στον σοσιαλισμό, ο Ν. Χρουτσόφ επίσης κακώς περιέπλεξε αυτό το ζήτημα, στο 20ο Συνέδριο και αργότερα. Σχεδόν απολυτοποίησε τον ειρηνικό δρόμο για την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, και έτσι δημιουργήθηκε η αυταπάτη ότι δήθεν η εργατική τάξη και το κομμουνιστικό της κόμμα θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους εξασφαλίζοντας μόνο κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τέτοιες θέσεις επικροτήθηκαν μόνο από τους ρεβιζιονιστές και διάφορους οπορτουνιστές που τις χρησιμοποίησαν για να δικαιολογήσουν τις αντι-Μαρξιστικές τους απόψεις. Εμείς, οι Αλβανοί κομμουνιστές, ποτέ δεν ήμασταν και δεν ήμαστε εκ των προτέρων αντίθετοι στον ειρηνικό δρόμο. Αλλά, τα διδάγματα του Μαρξισμού – Λενινισμού, η ιστορική εμπειρία και η πραγματικότητα των τωρινών ημερών μας διδάσκουν ότι, για την εξασφάλιση της νίκης του σοσιαλισμού, η εργατική τάξη και το κόμμα της πρέπει να προετοιμάζονται ταυτόχρονα και για τα δυο ενδεχόμενα – τον ειρηνικό και τον μη ειρηνικό δρόμο. Το να προσανατολιστείς μόνο στο ένα από αυτά τα ενδεχόμενα σημαίνει ότι μπήκες σε λάθος δρόμο. Μόνο με καλή προετοιμασία, ιδιαίτερα για τον μη ειρηνικό δρόμο, αυξάνονται οι πιθανότητες και για τον ειρηνικό δρόμο.
Έτσι καταλαβαίνουμε την ειρηνική συνύπαρξη και την σχέση της με την ταξική πάλη. Έτσι καταλαβαίνουμε και εφαρμόζουμε την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης με τα άλλα τα μη σοσιαλιστικά κράτη και πρώτα – πρώτα με τους γείτονές μας.
Είναι παράξενο που ο Νικίτα Χρουτσόφ και οι υποστηρικτές του απαιτούν από εμάς να εφαρμόσουμε την ειρηνική συνύπαρξη με τους ‘Ελληνες γείτονές μας. Μας κατηγορούν ότι δεν βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο με αυτούς ως αναφορά τις προτάσεις τους για αφοπλισμό των Βαλκανικών χωρών, μας κατηγορούν που δεν κάνουμε προσπάθειες “για Βαλκανική συνεννόηση”· μπαίνουν στον χορό του Τίτο και του Καραμανλή ότι δήθεν είμαστε οι “πολεμοκάπηλοι των Βαλκανίων” σε μια περίοδο που η Ελλάδα συνεχίζει να θεωρεί ότι είναι σε “κατάσταση πολέμου” με την Αλβανία, όταν προβάλει εδαφικές διεκδικήσεις προς την χώρα μας και μηχανορραφεί να επιτεθεί στην Αλβανία, όταν η μοναρχοφασιστική Ελλάδα έγινε από τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό το εξοπλισμένο μέχρι τα δόντια φρούριο ενάντια στις σοσιαλιστικές μας χώρες. Οι κατηγορίες αυτών που μας κάνουν κριτική είναι ανεδαφικές, γιατί κάνεις λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να έχει την γνώμη ότι η μικρή Αλβανία, περικυκλωμένη όπως είναι από λύκους που επί 17 χρόνια προσπάθησε με επιτυχία να επιβιώσει, δεν είναι υπέρ της ειρήνης και του αφοπλισμού.
Πόσο αφοπλίστηκε η μοναρχοφασιστική Ελλάδα και σε ποια έκταση πραγματοποιήθηκαν οι ελπίδες εκείνων που πιστεύουν κάτι τέτοιο, είναι ζήτημα κοινής λογικής, αποδείχθηκε από την ζωή, αλλά το ότι έπρεπε να αποφύγουμε να κριτικάρουμε τον Νικίτα Χρουτσόφ (και αυτή η κριτική έγινε από εμάς με συντροφικό τρόπο) όταν δίνει ελπίδες στον Σοφοκλή Βενιζέλο για “αυτόνομη Νότια Αλβανία”, αυτή η κριτική ήταν προδοσία από την μεριά μας. Ο Νικίτα Χρουτσόφ δεν άρεσε την δίκαιη κριτική μας. Αυτό είναι τουλάχιστον ανήθικο. Αλλά μετέτρεψε την κριτική μας σε αντικατηγορία, κατηγορώντας μας για δήθεν συκοφάντηση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία μας απελευθέρωσε και μας υπερασπίζει. Αυτό, φυσικά, είναι μακιαβελικό. Αλλά αργότερα ο διάβολος έδειξε πάλι τα κέρατά του. Την περίοδο που οι Αμερικάνοι, οι Έλληνες και οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν μεγάλης κλίμακας στρατιωτικούς ελιγμούς γύρω από τα σύνορα της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, ο Ν. Χρουτσόφ, σε δήλωσή του σε ρεπόρτερ της “Νιου Γιορκ Τάϊμς”, τον Σούλτζμπέργκερ, στις 10 Σεπτεμβρίου 1961, είπε γραπτά: “Εσείς (Αμερικάνοι) εγκαταστήσατε βάσεις και στην Ελλάδα και απειλείτε από εκεί τη σύμμαχό μας Βουλγαρία”. Μήπως η μοναρχοφασιστική Ελλάδα δεν εγκατέστησε επίσης πυραύλους ενάντια στην Αλβανία; Πριν πόσο καιρό ο Νικίτα Χρουτσόφ αποφάσισε ότι η Αλβανία δεν πρέπει να είναι πια σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης; Αυτό είναι τερατώδες. Αυτά είναι ασήμαντα ζητήματα; Επιτρέπεται στον Πρώτο Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και του Πρωθυπουργού της Σοβιετικής Ένωσης ακόμα και αν αυτός και η Αλβανία ήταν στα μαχαίρια, να πει ανοιχτά στην Ελληνική αντίδραση ότι η σοσιαλιστική Αλβανία δεν είναι πια σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης και να πληροφορήσει τον πρόεδρο Κέννεντυ ότι “οι σχέσεις ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και την Αλβανία χειροτέρεψαν”;
Είναι εμείς, κατά συνέπεια, σύμφωνα με κάποιους, που βλέπουμε τα πράγματα ως “σεχταριστές εθνικιστές”, ενώ άλλοι, που κερδοσκοπούν με τα συμφέροντα του λαού μας, είναι Μαρξιστές. Αύριο, αυτοί οι ίδιοι που μας κριτικάρουν μπορεί να φορτώσουν την ευθύνη για το χάσιμο των εκλογών του Ελληνικού προοδευτικού κόμματος – της ΕΔΑ. Μήπως αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι Μαρξιστές νομίζουν ότι πρέπει να παραδώσουμε τα κλειδιά της χώρας μας στους Έλληνες μοναρχοφασίστες έτσι ώστε πιθανόν να νικήσει “η γραμμή τους της ειρηνικής συνύπαρξης” ή ότι μπορεί να επιτευχθεί η κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα “με ειρηνικό και κοινοβουλευτικό τρόπο”; Όχι, αυτοί δε πρέπει να περιμένουν αυτό από εμάς. Αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι Μαρξιστές δεν πρέπει να ξεχάσουν ότι το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και ο Αλβανικός λαός απέδειξαν τον μεγάλο διεθνισμό τους σώζοντας δεκάδες χιλιάδες ηρώων του Ελληνικού λαού και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που, είμαστε βέβαιοι, [do not spit the horse after having crossed the river].
Τέτοια είναι η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε το Κόμμα μας και η Κυβέρνησή μας. Τέτοιες είναι οι απόψεις μας για τα τωρινά ζητήματα που εξελίσσονται στον κόσμο. Κυρίως για αυτές τις στάσεις και αυτές τις απόψεις μας γίνεται κριτική, για αυτό ο Ν. Χρουτσόφ μας επιτέθηκε στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Με αυτό το τρόπο, αυτός πρώτο, δημοσιοποίησε μονόπλευρα τις διαφωνίες μας, δίνοντας όπλα στον εχθρό και αναλαμβάνοντας έτσι μια βαριά ιστορική ευθύνη ως διασπαστής της ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Το Κόμμα Εργασίας ποτέ δεν δημοσιοποίησε τις διάφορες μας· ασχοληθήκαμε με αυτές μόνο σε κομματικές συναντήσεις, αλλά τώρα που ο Ν. Χρουτσόφ τις δημοσιοποίησε, και το Κόμμα μας, επίσης, είναι υποχρεωμένο να πει ανοιχτά τις απόψεις του.
Ο Ν. Χρουτσόφ, κατηγορώντας το Κόμμα μας στις ομιλίες του στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, είπε ότι οι Αλβανο-Σοβιετικές σχέσεις χάλασαν από φταίξιμο των Αλβανών ηγετών. Είναι καλά γνωστό ότι τα 20 χρόνια επαναστατικής πάλης του Κόμματός μας είναι 20 χρόνια τεράστιας δουλειάς για την προώθηση της φιλίας ανάμεσα στον Αλβανικό λαό και τους Σοβιετικούς λαούς, για την εδραίωση στενότερων φιλικών δεσμών ανάμεσα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας και την Σοβιετική Ένωση· είναι 20 χρονιά παραδειγματικής συνεργασίας ανάμεσα στο κόμμα μας και στο ένδοξο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Είκοσι χρόνια δράσης του Κόμματός μας είναι 20 χρόνια ειλικρινούς αφοσίωσης, μεγάλης αδελφικής αγάπης του Κόμματός μας για το μεγάλο Κόμμα του Λένιν που ήταν πάντα, είναι και θα παραμείνει για μας πηγή έμπνευσης και πείρας, από το οποίο εμείς διδαχτήκαμε και θα διδασκόμαστε πως να δουλεύουμε και να παλεύουμε για το καλό των λαών μας, για την υπόθεση του σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Είκοσι χρόνια δράσης του Κόμματός μας ήταν χρόνια αφειδούς και ολόπλευρης βοήθειας από την Σοβιετική Ένωση στον Αλβανικό λαό, αδελφικής διεθνιστικής βοήθειας, που το Κόμμα μας και η Κυβέρνησή μας χρησιμοποίησαν σωστά για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Αλβανία, για την βελτίωση του επιπέδου ζωής του Αλβανικού λάου.
Σε τέτοιες συνθήκες είναι εξωφρενικός και απίστευτος για τον καθένα ο ισχυρισμός ότι είναι οι Αλβανοί ηγέτες που “χωρίς κανένα λόγο” και “μια καταπληκτική γρηγοράδαάλλαξαν την στάση τους προς την Σοβιετική Ένωση, προς το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Απίστευτη είναι επίσης και η τερατώδης συκοφαντία ότι οι Αλβανοί ηγέτες συνδεθήκαν δήθεν με τον ιμπεριαλισμό και πουλήθηκαν δήθεν για τριάντα αργύρια. Τέτοιες “αποκαλύψεις” μπορεί να γίνουν πιστευτές από εκείνους που αγαπούν τα παραμύθια και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά κανένας σοβαρός άνθρωπος, κάθε τίμιος άνθρωπος που γνωρίζει κάπως την εικοσάχρονη ιστορία του Κόμματός μας δεν θα καταφέρει να δει ότι τέτοια συκοφαντία δεν αιτιολογείται από καμιά στάση του Κόμματός μας, από καμιά δράση των ηγετών του. Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, στην διάρκεια όλης της επαναστατικής του πορείας, πάντα πάλεψε και συνεχίζει να παλεύει με αποφασιστικότητα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στους πράκτορές του· ποτέ στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον δεν άπλωσε, δεν απλώνει ή θα απλώσει το χέρι του σε οποιονδήποτε για πενταροδεκάρες, και ακόμα λιγότερο στον ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του. Πήρε και παίρνει από τους φίλους της και τα αδέλφια της των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου όχι ελεημοσύνες, αλλά μόνο διεθνιστικές βοήθειες με πίστωση και θα συνεχίσει να παίρνει και στο μέλλον επίσης, μόνο από εκείνες τις σοσιαλιστικές χώρες που επιθυμούν να προσφέρουν σε αυτήν τέτοια βοήθεια. Δεν ζητούμε ελεημοσύνη από κανένα. Αν ο Ν. Χρουτσόφ και οι υποστηρικτές του για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν θέλουν να μας βοηθήσουν, μάταια περιμένουν να απευθυνθούμε στους ιμπεριαλιστές και στους συμμάχους τους για “ελεημοσύνη”. Ο λαός μας έχει φίλους και συντρόφους στις σοσιαλιστικές χώρες που δεν τον εγκατέλειψαν και δεν θα τον εγκαταλείψουν. Αλλά, άσχετα από αυτό, λέμε στον Ν. Χρουτσόφ ότι ο Αλβανικός λαός και το Κόμμα του Εργασίας θα ζήσουν ακόμα και με χόρτο, εάν είναι ανάγκη, αλλά ποτέ δεν θα πουληθεί για τριάντα αργύρια, γιατί προτιμά να πεθάνει όρθιος και με τιμή παρά να ζει ντροπιασμένος και γονατισμένος.
Γιατί τότε χειροτέρεψαν οι Σοβιετο-Αλβανικές σχέσεις; Αυτό είναι ξεκάθαρο και καλά γνωστό στον ίδιο τον Ν. Χρουτσόφ και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ο Χρουτσόφ ξέρει την αιτία, γιατί ο ίδιος είναι ο δράστης. Θα πούμε μόνο αυτό: ότι η αρχή ήταν η σύνοδος του Βουκουρεστίου τον Ιούνη του 1960.
Διαφορές υπήρχαν ανάμεσα στο Κόμμα Εργασίας και την Σοβιετική ηγεσία ακόμα και πριν το 1960 σε κάποια ζητήματα ιδεολογικής και πολιτικής φύσης· όμως δεν επηρέασαν αρνητικά τις σχέσεις ανάμεσα στις δυο σοσιαλιστικές μας χώρες, ανάμεσα στα δυο Μαρξιστικά – Λενινιστικά κόμματά μας.
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας πάντα διακήρυττε και διακηρύσσει και τώρα, επίσης, ότι η ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, η πείρα των συνεδρίων του, συμπεριλαμβανόμενων του 20ου και 22ου Συνεδρίου, ήταν, είναι και πάντα θα είναι μεγάλη βοήθεια στο δρόμο μας για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας. Όμως, ως αναφορά κάποιες ιδιαίτερες θέσεις αρχής του 20ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το Κόμμα μας δεν είχε και δεν έχει την ίδια γνώμη με την Σοβιετική ηγεσία, όπως ακριβώς και σήμερα ως αναφορά μερικά ιδιαίτερα ζητήματα του 22ου Συνεδρίου ή του νέου προγράμματος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης που εγκρίθηκε από το 22ο Συνέδριο. Δεν έχει αυτό το δικαίωμα το Κόμμα μας; Δεν είναι αυτό το δικαίωμα σύμφωνο με τα διδάγματα του Μαρξισμού – Λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού; Μπορεί αυτό να θεωρηθεί ως αντι-Σοβιετική στάση, όπως προσπαθούν να μας κατηγορήσουν;
Οι Σοβιετικοί ηγέτες μας θεωρούν αντι-Μαρξιστές, δογματικούς, σεχταριστές και αντίθετους με τον προλεταριακό διεθνισμό κλπ, κάθε κόμμα που δεν έχει την ίδια άποψη μαζί τους ως αναφορά μερικές θέσεις αρχής που τέθηκαν στο 20ο Συνέδριο. Επιπλέον, το πρώην μέλος του Προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Ε. Φούρτσεβα προχώρησε τόσο πολύ που δήλωσε από το βήμα του 22ου Συνεδρίου ότι “πως μπορούν να αποκαλούνται κομμουνιστές εκείνοι που δεν δέχονται τις αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου του Κόμματός μας;” (Αν και λέμε ότι δεν συμφωνούμε με κάποιες θέσεις του 20ου Συνεδρίου, οι Σοβιετικοί ηγέτες αρέσκονται να στρογγυλεύουν τα ζητήματα και μιλάνε για όλο το 20ο Συνέδριο). Δηλαδή, σύμφωνα με μερικούς Σοβιετικούς ηγέτες, το κριτήριο της πίστης στον Μαρξισμό – Λενινισμό, στον κομμουνισμό και στον προλεταριακό διεθνισμό, είναι δήθεν η στάση προς το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Μπορεί μια τέτοια λογική να είναι Μαρξιστική; Αν όλα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα υιοθετούσαν το νέο κριτήριο που ανακάλυψε η Φούρτσεβα, τότε μόνο η διαφωνία, για παράδειγμα, με πολλές ρεβιζιονιστικές θέσεις του 8ου Συνεδρίου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος θα έβαζε σε μπελάδες εκατομμύρια κομμουνιστές στον κόσμο και θα έφερνε δυσκολίες σε όλους, επειδή δεν θα ήξεραν σε ποια διεύθυνση να παρέδιδαν τις κομματικές κάρτες.
Σύμφωνα με τις Λενινιστικές αρχές που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα Μαρξιστικά κόμματα, όσο σημαντικό και αν είναι το συνέδριο ενός κόμματος, όσο μεγάλο και με κύρος μπορεί να είναι το κόμμα μια χώρας, οι αποφάσεις του συνεδρίου του είναι δεσμευτικές μόνο για τα μέλη του. Στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα όλα τα κόμματατονίζει η Διακήρυξη της Μόσχαςείναι ίσα και ανεξάρτητα, επεξεργάζονται τις πολιτικές τους ξεκινώντας από τις ιδιαίτερες συνθήκες των χωρών τους και καθοδηγούμενα από τις αρχές του Μαρξισμού – Λενινισμού. Η προσπάθεια να γίνουν οι αποφάσεις του συνεδρίου ενός κόμματος διεθνείς κανόνες δεσμευτικοί για όλα τα κόμματα είναι μια βάναυση παραβίαση των άρχων της ισότητας και ανεξαρτησίας των ΜαρξιστικώνΛενινιστικών κομμάτων· είναι σε ανοιχτή αντίθεση με τον προλεταριακό διεθνισμό. Οπότε, δεν είναι το Κόμμα μας, αλλά η Σοβιετική ηγεσία, με επικεφαλής τον Ν. Χρουτσόφ, που παρέκκλινε από τις θέσεις του ΜαρξισμούΛενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, προσπαθώντας να επιβάλει την πορεία του στα άλλα κόμματα, απαιτώντας από αυτά να αποκηρύξουν τις δικές τους απόψεις και να υπακούσουν και να υποταχθούν σε αυτούς.
Είτε το Κόμμα μας στέκεται είτε όχι στις θέσεις του Μαρξισμού – Λενινισμού, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν αποφασίζεται από την κριτική του στάση προς κάποιες θέσεις που εκφράστηκαν από ηγέτες κάποιων αδελφών κομμάτων, ούτε από την υποκειμενική εκτίμηση που μπορεί να γίνει της γραμμής του και της δράσης του από τον Ν. Χρουτσόφ και τους υποστηρικτές του. Το κριτήριο της αλήθειας είναι η ζωή, η πράξη· άρα τα ξεχωριστά και τα διάφορα κόμματα πρέπει να κρίνονται από τα στοιχεία, από την πρακτική τους δράση. Ο δρόμος που διανύθηκε από το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, η γραμμή που ακολούθησε από την ίδρυση του, η εικοσάχρονη πολιτική του δράση, είναι τα πιο πειστικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ατράνταχτη πίστη του στον ΜαρξισμόΛενινισμό, στην μεγαλειώδη πορεία στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, όπως επίσης στην υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης.
Το Κόμμα Εργασίας έκανε τις ιδιαίτερες παρατηρήσεις του για κάποιες θέσεις αρχής του 20ου Συνεδρίου και για κάποιες στάσεις των Σοβιετικών ηγετών, με τις οποίες δεν συμφωνούσε, μέσω των κανονικών κομματικών διαδικασιών, ακολουθώντας έτσι τις από κοινού καθιερωμένες αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των αδελφών κομμάτων. Ως αναφορά τις παρατηρήσεις μας για την εξωτερική πολιτική και τα ζητήματα της σημερινής παγκόσμιας εξέλιξης, αναφερθήκαμε σε αυτά πριν. Ας δούμε τώρα ένα άλλο σημαντικό ζήτημα για το οποίο είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε διαφορετικές απόψεις από εκείνες των Σοβιετικών ηγετών. Το ζήτημα είναι για τη στάση προς τον Ι.Β. Στάλιν και το έργο του.
Σύμφωνα με τις απόψεις του Κόμματός μας, ο Ν. Χρουτσόφ έπρεπε να αποκαθηλώσει πρώτα τον Ι.Β. Στάλιν και το έργο του για να προωθήσει τις οπορτουνιστικές τους θέσεις στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και να τις διαδώσει αργότερα. Το έκανε αυτό με την ειδική έκθεση που έκανε στο 20ο Συνέδριο “Όσον αφορά την προσωπολατρία και τις συνέπειές της”. Το Κόμμα μας δεν συμφώνησε και δεν συμφωνεί με την κριτική ενάντια στον Στάλιν, όπως έγινε στο 20ο Συνέδριο και αργότερα.
Ο Ν. Χρουτσόφ, συκοφαντώντας το Κόμμα μας στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και επεμβαίνοντας αισχρά στις εσωτερικές μας υποθέσεις, είπε ότι οι Αλβανοί ηγέτες ήταν ενάντια στην κριτική στην προσωπολατρία του Στάλιν επειδή η μέθοδοι της προσωπολατρίας δήθεν ανθούν στο Κόμμα μας, ότι η τρομοκρατία και η αδικία κυριαρχούν δήθεν στην Αλβανία. Δεν θα καθίσουμε τώρα να απορρίψουμε αυτά που λένε οι συκοφάντες, αλλά το γεγονός ότι οι εμπνευστές τους έπεσαν τόσο χαμηλά ώστε να κινητοποιούν την κοινή γνώμη ενάντια στο Κόμμα μας χρησιμοποιώντας τέτοια “επιχειρήματα” δανεισμένα από τους πιο λυσσασμένους εχθρούς του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, δείχνει τους σκοτεινούς σκοπούς τους. Είναι γεγονός ότι συνδέοντας στο 22ο Συνέδριο τις αβάσιμες επιθέσεις ενάντια στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας με τον “αγώνα του ενάντια στην προσωπολατρία του Στάλιν και την αντικομματική ομάδα”, ο Ν. Χρουτσόφ σκόπευε να δείξει την “αναλογία” ανάμεσα στον δήθεν “Αλβανικό Σταλινισμό” και την “εποχή των Σταλινικών εγκλημάτων” στην Σοβιετική Ένωση, για να δημιουργήσει με αυτό τον τρόπο την “ατμόσφαιρα” που χρειάζονταν στο Συνέδριο και στην παγκόσμια κοινή γνώμη για να κάνει πιο πιστευτές τις συκοφαντίες του.
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας πάντα έπαιρνε υπόψη και συνεχίζει να παίρνει υπόψη του τα διδάγματα του Μαρξισμού – Λενινισμού ως αναφορά τον ρόλο μαζών, των τάξεων, του κόμματος και των ηγετών. Πάντα θεωρούσε και συνεχίζει να θεωρεί την εκδήλωση της προσωπολατρίας σαν φαινόμενο ξένο προς τον Μαρξισμό – Λενινισμό, επιζήμιο για το κομμουνιστικό και εργατικό κόμμα. Το Κόμμα μας δεν άργησε, όταν εμφανίζονταν τέτοια περίπτωση, να κριτικάρει ακόμα στην εμβρυική τους κατάσταση τις διάφορες εκδηλώσεις αυτού του είδους μέσα στις γραμμές του όπως έκανε στο Τρίτο Συνέδριο. Παρόμοια, το Κόμμα μας, όταν έκανε την εμφάνισή της τέτοια περίπτωση, πάλεψε θαρραλέα και έκοψε στην γέννησή τους κάθε παραβίαση της επαναστατικής νομιμότητας, κάθε κατάχρηση της κρατικής εξουσίας από οποιονδήποτε, όπως έκανε στο Πρώτο του Συνέδριο. Ο καθένας γνωρίζει ποια ήταν η τύχη του εχθρού του Κόμματος και του λαού Κότζι Τζότζε και σία , που πριν το 1948, υποκινούμενοι από τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές και καταχρώμενοι την εμπιστοσύνη που τους δόθηκε από τον λαό και το Κόμμα, παραβίασαν τους κρατικούς νόμους για να σκάψουν τον τάφο του Κόμματος και των κρατικών στελεχών.
Δεν υπάρχει στο Κόμμα μας ούτε η αρρώστια της προσωπολατρίας ούτε η παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας. Αλλά ταυτόχρονα, ενώ προφυλάγεται ενάντια στις εκδηλώσεις της προσωπολατρίας, το Κόμμα μας, με σωστό Μαρξιστικό – Λενινιστικό τρόπο, καλλιεργούσε την αγάπη και τον σεβασμό για τους ηγέτες του τηρώντας αυστηρά την σοσιαλιστική νομιμότητα, το Κόμμα μας και η λαϊκή εξουσία είναι αυστηροί προς τους εχθρούς της Λαϊκής Δημοκρατίας, προς όλους εκείνους που προσπαθούν να ξεχαστούν οι ιστορικές νίκες του λάου μας.
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, κατά συνέπεια, ήταν και είναι αντίθετο στην κριτική που έγινε στον Ι.Β. Στάλιν στο 20ο Συνέδριο και που επαναλήφθηκε επίσης και στο 22ο Συνέδριο για κάποιους άλλους λόγους αρχής.
Σύμφωνα με την άποψη του Κόμματός μας, ο Ι.Β. Στάλιν, σε ολόκληρη της θεωρητική και πρακτική δράση του, ήταν και παραμένει ένας από τους πιο διακεκριμένους ηγέτες και προσωπικότητες όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, ένας από τους πιο φλογερούς υπερασπιστές και πολύ μεγάλος θεωρητικός του Μαρξισμού – Λενινισμού. Η μεγάλη ιστορική του άξια βρίσκεται στο γεγονός ότι για πολλά χρόνια στη σειρά ήταν πιστός μαθητής και αποφασιστικός σύντροφος των όπλων του Λένιν στην πάλη για την ανατροπή του Τσαρισμού και στο θρίαμβο της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης· ενώ μετά τον θάνατο του Λένιν, επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, υπεράσπισε με συνέπεια τον Λενινισμό ενάντια στις λυσσαλέες επιθέσεις από τους Τροτσκιστές, Μπουχαρινικούς, Ζηνοβιεφικούς και άλλοις εχθρούς και τους νίκησε ιδεολογικά και πολιτικά. Ο Ι.Β. Στάλιν, σαν ο κύριος ηγέτης του Κόμματος, συνεισέφερε πάρα πολύ στην επιτυχή καθοδήγηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση και του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στον φασισμό· ανάπτυξε παραπέρα τον Μαρξισμό – Λενινισμό σε μια σειρά σημαντικά ζητήματα της Σοβιετικής σοσιαλιστικής κοινωνίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και κομμουνισμού· ήταν πολύτιμη η συνεισφορά του στην εδραίωση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως επίσης στο ξεσκέπασμα του σύγχρονου ρεβιζιονισμού στο πρόσωπο της Τιτοϊκής ρεβιζιονιστικής προδοτικής ομάδας. Από τέτοια εκτίμηση της δράσης του Ι.Β. Στάλιν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα σφάλματα που μπορεί να έκανε στην διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του ήταν επί μέρους και δεν μπορούν να βοηθήσουν σαν κριτήριο για να γίνει γενική εκτίμηση του Ι.Β. Στάλιν ως πρόσωπο και της δράσης του. Στην γενική εκτίμηση της δράσης του Ι.Β. Στάλιν, σε πρώτο πλάνο βρίσκονται οι μεγάλες ικανότητές του, ο αγώνας του για την υπεράσπιση του Λενινισμού, η πάλη του για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση, η πάλη του για την δημιουργία και εδραίωση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, για το δυνάμωμα της ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος· η συνεπής πάλη του ενάντια στον ιμπεριαλισμό· η πολιτική του για την υπεράσπιση της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης. Αυτά αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα σαν ηγέτης και κομμουνιστής. Αυτή ήταν και παραμένει η ακλόνητη θέση του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας σε σχέση με την εκτίμηση του έργου του Ι.Β. Στάλιν.
Η λανθασμένη θέση του Ν. Χρουτσόφ στην κριτική του ενάντια στον Ι.Β. Στάλιν βρίσκεται στο γεγονός ότι:
1. μονόπλευρα και προκατειλημμένα μεγαλοποίησε σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό τα λάθη του Ι.Β. Στάλιν σε τέτοιες διαστάσεις που έφτασε στο σημείο να εκτοξεύσει ποταπές συκοφαντίες εναντίον του. Ο Στάλιν παρουσιάστηκε από αυτόν περίπου ως “εχθρός” της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνισμού: χαρακτηρίστηκε ως “κτηνώδης”, “ιδιότροπος”, ως “τύραννος”, “δολοφόνος”, “αιμοσταγής” και “εγκληματίας” προς τα στελέχη του Κόμματος και τους πιστούς και δοκιμασμένους επαναστάτες και σαν “κορόιδο” των ιμπεριαλιστών και των φασιστών, σαν άνθρωπος που διέπραξε μεγάλες κουταμάρες σε πρακτικά και θεωρητικά ζητήματα, που δεν “κατανόησε” το τι γίνονταν στην Σοβιετική Ένωση, που εκδήλωσε “έλλειψη σεβασμού προς την μνήμη του Λένιν” και πολλές άλλες κατηγορίες αυτού του είδους. Οι απροκάλυπτες δηλώσεις που έγιναν στο 20ο Συνέδριο και μετά από αυτό, το τέχνασμα εντυπωσιασμού ότι ο Στάλιν παραμένει ένας διακεκριμένος Μαρξιστής – Λενινιστής, κλπ, είναι πλέρια τυπικές και έγιναν για να μετριάσουν την άσχημη εντύπωση και τον δικαιολογημένο θύμο που ξεσήκωσαν στους κομμουνιστές όλου του κόσμου οι κατηγορίες ενάντια στον Στάλιν. Στην πραγματικότητα, ούτε στο 20ο Συνέδριο ούτε μέχρι σήμερα η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και η προπαγάνδα της δεν έκαναν καμιά θετική εκτίμηση της θεωρητικής κληρονομιάς του Ι.Β. Στάλιν για να δείξουν τις θετικές πλευρές του και την συνεισφορά του στην υπεράσπιση και παραπέρα ανάπτυξη του Μαρξισμού – Λενινισμού. Αυτό ως ανθρώπινη στάση έφτασε στο αποκορύφωμά του στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου όχι μόνο επανέλαβαν τις κατηγορίες του 20ου Συνεδρίου, αυτή τη φορά δημόσια, αλλά υιοθέτησαν επίσης ιδιαίτερη απόφαση για την απομάκρυνση του ταριχευμένου σώματός του Ι.Β. Στάλιν από το μαυσωλείο. Ανίκανοι να απορρίψουν τον Στάλιν με επιχειρήματα αρχής στο πεδίο της θεωρητικής δράσης και δημιουργικότητας, ο Χρουτσόφ, για να παλέψει ενάντια στον Στάλιν, μεταφέρει το ζήτημα στο αστυνομικό και κατασκοπευτικό επίπεδο, και πήρε μέτρα επίσης για την εξάλειψη του πτώματός του. Πόσο υποκριτικά ακούγονται, μετά από αυτές τις ενέργειες, τα λογία που είπε ο Ν. Χρουτσόφ που λένε ότι “όταν μπήκε το ζήτημα της επανάστασης, της υπεράσπισης των συμφερόντων της τάξης του προλεταριάτου, της επαναστατικής πάλης ενάντια στους ταξικούς μας εχθρούς, ο Στάλιν υπεράσπισε γενναία και ασυμβίβαστα την υπόθεση του Μαρξισμού – Λενινισμού”, ότι “στο κύριο και θεμελιώδες ζήτημα – και το κύριο και θεμελιώδες ζήτημα για τους Μαρξιστές – Λενινιστές είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, της υπόθεσης του σοσιαλισμού, ο αγώνας ενάντια στους εχθρούς του Μαρξισμού – Λενινισμού – σε αυτό το κύριο και θεμελιώδες ζήτημα, όπως ειπώθηκε, μακάρι κάθε κομμουνιστής να μπορεί να αγωνιστεί όπως αγωνίστηκε ο Στάλιν”.
2. Ο Χρουτσόφ, στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και η σοβιετική προπαγάνδα μετά το συνέδριο, χειρίστηκαν το ζήτημα της πάλης ενάντια στην προσωπολατρία μονόπλευρα, αφήνοντας στην άκρη και λησμονώντας την Λενινιστική θεωρία για τις σχέσεις ανάμεσα στις μάζες, τις τάξεις, τα κόμματα και τους ηγέτες. Ο μεγάλος Λένιν, ιδιαίτερα στο ιδιοφυες βιβλίο του για τον Αριστερισμό - Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού [δηλ. Αριστερός Κομμουνισμός – μια Παιδική Ασθένεια] με σθένος τόνισε την αναγκαιότητα δημιουργίας, σε κάθε Μαρξιστικό κόμμα, μιας ομάδας καθοδηγητών, περισσότερο ή λιγότερο μόνιμης, αποτελούμενη από αυτούς με το πιο μεγάλο κύρος, τα πιο σημαντικά και με περισσότερη πείρα πρόσωπα. Χωρίς μια τέτοια σταθερή ηγεσία η πάλη της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού της κόμματος δεν μπορεί να στεφθεί με επιτυχία. Σε αντίθεση με αυτά τα ξεκάθαρα διδάγματα του Λένιν, στο 20ο Συνέδριο, με πρόσχημα την πάλη ενάντια στην προσωπολατρία, η δημοκρατία των μαζών αντιπαρατέθηκε στον ρόλο των ηγετών. Είναι καλό να ξαναθυμηθούμε τι γράφει ο Λένιν σε σχέση με αυτό:
Να φτάνουμε για αυτό το λόγο στο σημείο να αντιπαραθέτουμε γενικά τη διχτατορία των μαζών στην διχτατορία των ηγετών, είναι παραλογισμός και ανοησία. Είναι ιδιαίτερα γελοίο όταν βλέπεις ότι οι παλιοί καθοδηγητές που είχαν ανθρώπινες απόψεις για απλά ζητήματα, να αντικαθίστανται μάλιστα (κάτω από την μάσκα του συνθήματος : “κάτω οι καθοδηγητές!”) από νέους καθοδηγητές που λένε ανοησίες που δεν έχουν καμιά βαρύτητα.” (Β.Ι. Λένιν, Έργα, τομ. 31, σελ. 31, Αλβανική Εκδ.)
Ο Ν. Χρουτσόφ και η ομάδα του χρησιμοποίησαν για τους δικούς της αντι-Μαρξιστικούς σκοπούς – και αυτό γίνεται όλο και πιο καθαρό – την δήθεν “αρχιακή κριτική” ενάντια στην προσωπολατρία του Στάλιν. Πως την χρησιμοποίησε και για ποιους σκοπούς δρα στο εσωτερικό σχεδιασμό (για την Σοβιετική Ένωση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης) αυτή δεν είναι δικιά μας δουλειά, μπορεί να κριθεί μόνο από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Άσχετα με αυτό, δεν μπορούμε πάρα να σημειώσουμε ότι στην πραγματικότητα ο Ν. Χρουτσόφ, ασχολούμενος με τα “εγκλήματα” που διαπράχτηκαν την εποχή του Στάλιν, με τις “δολοφονίες αθώων ανθρώπων”, με την “εξάλειψη χιλιάδων στελεχών” μέσω “χαλκευμένων” δικαστικών διαδικασιών, με το καθεστώς “τρόμου”, που περιγράφεται με αχαλίνωτο ενθουσιασμό, με τα σκοτεινότερα χρώματα, γνωστοποιώντας όλα αυτά στη διεθνή κοινή γνώμη, προσφέρει άσχημες υπηρεσίες στην Σοβιετική Ένωση, προσφέροντας ευχαρίστηση μόνο στους ιμπεριαλιστές και σε όλους τους εχθρούς του κομμουνισμού. Ο Ν. Χρουτσόφ κατηγόρησε την ηγεσία του Κόμματός μας για την δίκαιη κριτική, και σε κομματικές συσκέψεις, ενάντια σε μερικές παράνομες ενέργειες ως αναφορά την χώρα μας, ισχυριζόμενος ότι οι Αλβανοί ηγέτες “έριξαν λάσπη στη Σοβιετική Ένωση”.
Αλλά πως θα αποκαλούσαμε αυτό τον ίδιο το ζήλο του να αμαυρώσει μια ολόκληρη ένδοξη εποχή, την εποχή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση, να δυσφημίζει στα μάτια όλου του κόσμου την δόξα της Σοβιετικής Ένωσης, παρουσιάζοντάς την σαν την χώρα όπου δήθεν επικρατούσαν η τρομοκρατία και οι δολοφονίες, ακριβώς όπως προπαγάνδιζε και προπαγανδίζει όλος ο αντιδραστικός τύπος;
Δεν είναι αυτός ο ίδιος που, με αυτές τις πράξεις του, δυσφημίζει την Σοβιετική Ένωση; Δεν είναι αυτός που προσβάλει βαριά τον ηρωισμό των Σοβιετικών λαών που, σε πάλη ενάντια με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, σε πάλη με αμέτρητες δυσκολίες και εμπόδια, κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού τους Κόμματος που καθοδηγούνταν από τον Στάλιν, έβαλε τα θεμέλια της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας στη Σοβιετική Ένωση, όταν προτείνει ότι πρέπει να αναγερθεί στην Μόσχα μνημείο για τα “θύματα” της προσωπολατρίας; Κάποιοι αποκαλούν αυτές τις πράξεις “τολμηρή αυτοκριτική”. Ας αναλογιστούν πιο σοβαρά πόσο κάλο και πόσο κακό προξένησε αυτό το είδος της “τολμηρής αυτοκριτικής” στην Σοβιετική Ένωση και στο κομμουνιστικό κίνημα.
Ο Ν. Χρουτσόφ, μιλώντας για την “διαφθορά” και “τα θύματα της περιόδου της προσωπολατρίας”, κηρύσσοντας τις διάφορες δικαστικές διαδικασίες ως σκευωρίες, άσχετα από το ότι σε όλη αυτή την πάλη μπορεί να έγιναν και κάποια λάθη, φαίνεται να είναι συνεπής με τις αντι-Μαρξιστικές του απόψεις για τον ιμπεριαλισμό και τους υπηρέτες του. Μάλιστα, προσέφερε υπηρεσία στον ιμπεριαλισμό, επειδή τον παρουσιάζει σαν ακίνδυνο για τις χώρες που οικοδομούν σοσιαλισμό· αποδυναμώνει την επαγρύπνηση των λαών στην πάλη τους ενάντια στο κατασκοπευτικό δίκτυο του ιμπεριαλισμού που έδρασε και δρα λυσσαλέα ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Ο Ν. Χρουτσόφ υιοθέτησε την τακτική του της σιωπής επίσης και προς την συνωμοσία που οργανώθηκε από τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές, τους Έλληνας μοναρχοφασίστες και τον 6ο Αμερικάνικο στόλο, συνωμοσία που ξεσκεπάστηκε στην χώρα μας πριν από μερικούς μήνες. Επιπλέον, αφού συνέστησε αυτή την τακτική και σε κάποια άλλα αδελφά κόμματα, διέδωσε το σύνθημα ότι η συνωμοσία ήταν μια επινόηση, ότι οι συμμετέχοντες σε αυτή την συνωμοσία ήταν “πατριώτες και τίμιοι αγωνιστές”, τους οποίους αργότερα, στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, στην τελική ομιλία του, πήρε ανοιχτά υπό την προστασία του. Ενώ πριν από λίγο καιρό, ο Ν. Χρουτσόφ επίσημα κατηγόρησε τους Αλβανούς ηγέτες ότι συνδεθήκαν με την ιμπεριαλιστική κατασκοπεία. Οπότε, σύμφωνα με την λογική του, βγαίνει ότι αυτός που αγωνίζεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αυτός που αγωνίζεται ενάντια στους πράκτορές του, αυτός που αγωνίζεται για την υπεράσπιση της λευτεριάς και ανεξαρτησίας της σοσιαλιστικής πατρίδας, είναι πράκτορας του ιμπεριαλισμού. Και αντίστροφα, αυτός που σηκώνει κεφάλι ενάντια στην λαϊκή εξουσία και το Κόμμα, αυτός που βάζει τον εαυτό του στην υπηρεσία των εχθρών του σοσιαλισμού, είναι “μάρτυρας”, “κάλος πατριώτης”, παίρνεται υπό την προστασία της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, για αυτά τα άτομα θα ανεγερθεί ακόμα και μνημείο.
Το ζήτημα του αγώνα ενάντια στην προσωπολατρία του Στάλιν χρησιμοποιήθηκε από τον Ν. Χρουτσόφ για να μειώσει το κύρος του Λενινισμού, για να προετοιμάσει το έδαφος για την αναθεώρηση του Μαρξισμού-Λενινισμού και για να διαδώσει τις οπορτουνιστικές του απόψεις στα πιο σημαντικά ζητήματα της σημερινής παγκόσμιας εξέλιξης και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η δράση και τακτική του δεν είναι ούτε νέα ούτε πρωτότυπη. Στην πραγματικότητα, στον αγώνα του ενάντια στον Λενινισμό, και ο Τρότσκι επίσης χρησιμοποίησε τις ίδιες τακτικές.
. . . ο Τρότσκι στα γραπτά του – λέει ο Ι.Β. Στάλιν – κάνει ακόμα μια (ακόμα μια !) προσπάθεια για να προετοιμάσει τις συνθήκες για την αντικατάσταση του Λενινισμού από τον Τροτσκισμό. Ο Τρότσκι πρέπει να δυσφημήσει, με κάθε τρόπο, το Κόμμα, τα στελέχη του που πραγματοποίησαν την εξέγερση με σκοπό να περάσει από την δυσφήμιση του Κόμματος στην δυσφήμιση του Λενινισμού. Ενώ έχει ανάγκη να δυσφημήσει το Λενινισμό για να περάσει λαθραία τον Τροτσκισμό σαν την μόνη “προλεταριακή” ιδεολογία (μη το παίρνετε για αστείο). Όλο αυτό βέβαια (ναι, σίγουρα) έγινε κάτω από την σημαία του Λενινισμού, έτσι ώστε η διαδικασία αυτής της λαθροθηρίας να πραγματοποιηθεί “χωρίς καμιά απώλεια” (Ι.Β. Στάλιν, Έργα, τομ. 6, σελ. 361, Αλβανική Εκδ.)
Ο Ν. Χρουτσόφ χρησιμοποίησε το ζήτημα Στάλιν για να χτυπήσει τα υγιή Μαρξιστικά – Λενινιστικά στοιχεία στις ηγεσίες των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων διάφορων χωρών, να φοβίσει και σε περίπτωση αντίστασής τους, να εξαλείψει επίσης καθέναν που θα τολμούσε να φέρει αντίρρηση· για να μειώσει την σιωπή των άλλων κομμάτων και διαφόρων ηγετών που δεν υποστήριζαν τις ρεβιζιονιστικές του θέσεις, το δρόμο του. Το ζήτημα της προσωπολατρίας, με λίγα λογία, χρησιμοποιήθηκε σαν μπαμπούλας για να ασκήσει πίεση στα άλλα κόμματα και να εξαλείψει τους ηγέτες που δεν άρεζαν στον Ν. Χρουτσόφ. Αυτοί οι στόχοι, που συγκαλύφτηκαν από αυτόν, καλύπτοντάς τους με μια “αρχιακή” και “Μαρξιστική” φρασεολογία, παρ’ όλα αυτά πρόσφατα ανοιχτά διακηρύχτηκαν στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Xρουτσώφ είπε στην ομιλία του:
Για να τελειώνουμε με την προσωπολατρία σημαίνει για τον Σιέχου, τον Χότζια και άλλους να αποκηρύξουμε την ουσία των υπεύθυνων θέσεων στο Κόμμα και στο κράτος”. Και πρόσθεσε ότι “δεν θέλουμε να κάνουμε τέτοιο πράγμα”.
Εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι στην ίδια ομιλία, όπως σημειώσαμε παραπάνω, παίρνει υπό την προστασία του και θεωρεί ως πατριώτες τα αντικομματικά στοιχεία και τους πράκτορες του ιμπεριαλισμού, τους συμμετέχοντες στην συνωμοσία που οργανώθηκε από τους ιμπεριαλιστές ενάντια στην Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας, τότε γίνεται ξεκάθαρα κατανοητός ο “αρχιακός” αγώνας του Ν. Χρουτσόφ ενάντια στην προσωπολατρία στην Αλβανία, την μεγάλη του έγνοια! Προσπαθεί να εξαλείψει του σημερινούς ηγέτες του Κόμματός μας και να τοποθετήσει στην θέση τους τα αντικομματικά στοιχεία και κάθε συνωμότη, πράκτορα του ιμπεριαλισμού.
Ότι ο Ν. Χρουτσόφ, με πρόσχημα την πάλη ενάντια στην προσωπολατρία, προσπαθεί να μειώσει το κύρος του Λενινισμού για να ανοίξει το δρόμο στον ρεβιζιονισμό, είναι γνωστό και από το γεγονός ότι αυτός σε καμιά περίπτωση δεν ενδιαφέρεται για το δίκαιο και αρχιακό Μαρξιστικό – Λενινιστικό αγώνα ενάντια στην προσωπολατρία. Γιατί, αν αυτό ήταν το ζήτημα, άσχετα από τα δημαγωγικά του λόγια, δεν μπόρεσε να βοηθήσει παρατηρώντας ότι στην σημερινή Σοβιετική Ένωση κάθε μέρα που περνά εμφανίζοντα εκδηλώσεις προσωπολατρίας και με ακόμα πιο ανοιχτές και επαινετικές μορφές στο δικό του πρόσωπο. Έτσι, δεν θα βρει κανένας τεύχος των Σοβιετικών έγχρωμων περιοδικών που να μην έχει φωτογραφίες του Χρουτσόφ· οι σελίδες του Σοβιετικού τύπου είναι γεμάτες από αποσπάσματα ομιλιών του, είναι ο μόνος που μιλά παντού και για όλα τα ζητήματα· ολόκληρο φιλμ είναι αφιερωμένο στη ζωή του και άλλα φιλμ από τις επισκέψεις του σε διαφορές χώρες του κόσμου· άπειροι έπαινοι γίνονται προς αυτόν σε διάφορες ομιλίες και γραπτά αποδίδοντας σε αυτόν προσωπικά τις πολύ μεγάλες επιτυχίες του Σοβιετικού λαού στο πεδίο της ανάπτυξης της βιομηχανίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Μεγάλες, πυρετώδεις προσπάθειες γίνονται να παρουσιαστεί ο Χρουτσόφ όχι μόνο σαν “μεγάλος στρατιωτικός στρατηγικός νους”, αλλά επίσης και “αρχιτέκτονας” της νίκης επί του φασισμού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Που έγκειται τότε ο σεβασμός του Χρουτσόφ στις αρχές του αγώνα ενάντια στις εκδηλώσεις της προσωπολατρίας, που τόσο θορυβώδικα διαφημίζει στην δίχως αρχές πάλη του ενάντια σε άλλα αδελφά κόμματα και στους ηγέτες τους;
Για αυτό, σύντροφοι, το Κόμμα μας δεν συμφώνησε και δεν συμφωνεί με την Σοβιετική ηγεσία στο ζήτημα της κριτικής της στον Στάλιν.
Το Κόμμα μας Εργασίας δεν συμφώνησε και δεν συμφωνεί με την Σοβιετική ηγεσία επίσης και ως αναφορά το ζήτημα της στάσης προς τον σημερινό ρεβιζιονισμό και ιδιαίτερα προς την προδοτική κλίκα των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών. Ο Ν. Χρουτσόφ και η ομάδα του χρησιμοποίησαν το ζήτημα Στάλιν και το ζήτημα της προσωπολατρίας επίσης για να προετοιμάσουν το έδαφος για την πλέρια αποκατάσταση της Τιτοϊκής ρεβιζιονιστικής και προδοτικής κλίκας, να την παρουσιάσουν σαν “θύμα” των λαθών του Στάλιν, ενθαρρύνοντας έτσι τους ρεβιζιονιστές αποστάτες, οποίοι και αν είναι, να αρχίσουν την δράση τους ενάντια στον Μαρξισμό – Λενινισμό κάτω από το δημαγωγικό σύνθημα του “αντισταλινισμού”, κλπ.
Είναι γνωστό ότι η ρεβιζιονιστική κλίκα του Τίτο καταδικάστηκε δημοσία και από το γνωστό γράμμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) της Σοβιετικής Ένωσης, υπογεγραμμένο από τον Στάλιν και τον Μολότοφ, και από την απόφαση τον Ιούνη του 1948 του Πληροφοριακού Γραφείου από κάποια κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα [με τιτλο] “Σε Σχέση με την Κατάσταση στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας” που αργότερα υποστηρίχτηκε από όλα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα του κόσμου. Αργότερα, τον Νοέμβρη 1949, βγήκε δεύτερη απόφαση του Πληροφοριακού Γραφείου δηλώνοντας ότι η κλίκα του Τίτο τελικά εκφυλίστηκε σε κατασκοπευτικό κέντρο του ιμπεριαλισμού, ότι εξάλειψε τις καταχτήσεις της επανάστασης στην Γιουγκοσλαβία, ότι έβγαλε την Γιουγκοσλαβία από τον δρόμο του σοσιαλισμού και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και την έβαλε υπό την οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό, ότι η συμμορία του Τίτο διεξήγαγε πλατιάς κλίμακας δραστηριότητα κατασκοπίας και συνωμοσιών ενάντια στις διάφορες σοσιαλιστικές χώρες, ότι υποστήριξε με διάφορες μορφές την ιμπεριαλιστική πολιτική του πολέμου και της επιθετικότητας κλπ.
Η άποψη του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας ήταν και παραμένει ότι τα συμπεράσματα του Στάλιν και του πληροφοριακού Γραφείου σε σχέση με τη αποστάτρια Τιτοϊκή ρεβιζιονιστική κλίκα, ήταν και παραμένουν σωστά. Αυτά τα συμπεράσματα υποστηρίχτηκαν και υποστηρίζονται και από την Γιουγκοσλάβικη πραγματικότητα εκείνης της περιόδου, και των στοιχείων της μετέπειτα και σημερινής περιόδου. Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές έγιναν το κέντρο δολιοφθοράς και συνωμοσιών στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού ενάντια στις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Υπό την καθοδήγησή τους εργαζόταν στην Αλβανία η συμμορία του Κότσε Τζότζε, που στόχευε στην καταστροφή του Κόμματος Εργασίας και στην εξάλειψη της λαϊκής εξουσίας. Από την Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία περνούσαν λαθραία στις σοσιαλιστικές χώρες εκατοντάδες και χιλιάδες πράκτορες και προβοκάτορες, κατάσκοποι και δολιοφθορείς, που το καθήκον τους ήταν η τρομοκρατία, το σαμποτάρισμα, η δημιουργία συνωμοσιών ενάντια σε αυτές τις χώρες. Η Τιτοϊκή ρεβιζιονιστική κλίκα όλο και πιο ανοιχτά από το 1948 και μετά έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, με τον οποίο συνδέθηκε με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια με την μορφή των οικονομικών και στρατιωτικών πιστώσεων των ΗΠΑ στην Γιουγκοσλαβία, με την οποία συνδέεται με την συμμετοχή στο Βαλκανικό Σύμφωνο, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά παράρτημα του Ατλαντικού Συμφώνου, με το οποίο συνδέεται με την πολιτική δολιοφθοράς και συνωμοσιών ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των πρόσφατα απελευθερωμένων λαών ή εκείνων που ακόμα υποφέρουν κάτω από τον ζυγό της αποικιοκρατίας.
Μέχρι το 1955, όλα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα ήταν ενωμένα στην καταδίκη της Γιουγκοσλάβικης ρεβιζιονιστικής ηγεσίας και διεξήγαγαν μια συνεπή και αρχιακή ιδεολογικοπολιτική πάλη εναντίον της. Όμως, ακριβώς αυτή την χρονική περίοδο ο Ν. Χρουτσόφ ανακοίνωσε ότι έγινε μεγάλη αδικία προς την Γιουγκοσλαβία και τους ηγέτες της, ότι “υπό την επίδραση του πράκτορα Μπέρια” εξαπολύθηκαν ανεδαφικές κατηγορίες εναντίον τους, ότι δήθεν στο ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας και ο Ι.Β. Στάλιν επίσης έκανε σοβαρό λάθος. Και αμέσως πήρε την πρωτοβουλία, πήγε στο Βελιγράδι, όπου αποκάλεσε τον Τίτο “αγαπητό σύντροφο”, πέταξε στο καλάθι αχρήστων μονόπλευρα την απόφαση του πληροφοριακού Γραφείου και με θόρυβο ανακοίνωσε ότι η Γιουγκοσλαβία είναι σοσιαλιστική χώρα και οι οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες, αν και ταλαντεύονταν κάπως, γενικά είναι Μαρξιστές – Λενινιστές.
Τι δείχνει η πείρα, τι δείχνει η ζωή; Η πείρα και η ζωή και πριν και μετά το 1955 δείχνουν ότι στην εκτίμηση του Γιουγκοσλάβικου ζητήματος ο Στάλιν και το πληροφοριακό Γραφείο είχαν δίκιο, επειδή η εκτίμησή τους βασίζονταν σε αντικειμενικά στοιχεία, στα διδάγματα του Μαρξισμού – Λενινισμού. Η πείρα και η πρακτική ζωή, από την άλλη, δείχνουν ότι στην στάση τους προς την Τιτοϊκή ρεβιζιονιστική κλίκα ο Ν. Χρουτσόφ και εκείνοι που τον ακολουθούν δεν έχουν δίκιο, επειδή οι πράξεις τους βασίζονται σε υποκειμενικές απόψεις και είναι αντίθετες προς τα διδάγματα του Μαρξισμού – Λενινισμού, αντίθετες στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Ας αναφερθούμε σε γεγονότα. Ποια ήταν τα αποτελέσματα των προσπαθειών αποκατάστασης της Τιτοϊκής κλίκας; Οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές ηγέτες δεν παραιτήθηκαν ούτε από τις αντι-Μαρξιστικές απόψεις τους ούτε από την εχθρική τους δράση ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και τα αδελφά Κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Το πιο φανερό αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι προσπάθειες του Ν. Χρουτσόφ ήταν το γεγονός ότι μετά το 1955, δημιουργήθηκαν δυνατότητες για τη συμμορία των Γιουγκοσλάβων αποστατών να δράσουν πιο ελεύθερα ενάντια στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου κάτω από την αμφίεση των “καταδικασμένων συντρόφων”, εκμεταλλευόμενοι σε αυτή την κατεύθυνση ακόμα και το πατρονάρισμα του πρώτου γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Η αποκατάσταση των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών έφερε μαζί του και την αποκατάσταση όλων των πρακτόρων τους και συντρόφους τους σε μερικά αδελφά κόμματα όπου, κάτω από την μάσκα “διόρθωσης των λαθών”, άρχισε μια πραγματική εκστρατεία ενάντια στα ακλόνητα στελέχη του Κόμματος και δραστηριοποίηση όλων των αντι-Κομματικών στοιχείων. Αυτό συνέβη σε μερικά κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών της Ευρώπης, όπως επίσης και σε μερικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών. Τα πιο τυπικά σε αυτή την κατεύθυνση είναι τα γεγονότα στην Ουγγαρία, όπου η δραστηριοποίηση των ρεβιζιονιστικών στοιχείων, με επικεφαλής τον Ίμρε Νάγκι, που είχε την δραστήρια υποστήριξη και υποκίνηση των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών, οδήγησε στο ξέσπασμα της αντεπανάστασης, η οποία έθεσε σε κίνδυνο αυτήν την ίδια την ύπαρξη της Ουγγαρίας σαν λαϊκοδημοκρατικό κράτος.
Εκτός αυτού, ο Ν. Χρουτσόφ συνέχεια, με μεγάλη εμπιστοσύνη στον Τίτο και τους συντρόφους του ακολούθησε επίμονα την πολιτική αποκατάστασης φιλικών σχέσεων με κολακείες και χάδια προς τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές. Τα γεγονότα της Ουγγαρίας δείχνουν αυτή την στάση καθαρότερα. Όταν άρχισε η αντεπανάσταση στην Ουγγαρία, ήταν ξεκάθαρο στον καθένα ότι στα γεγονότα στην Ουγγαρία βασικό ρόλο έπαιξαν οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές. Αυτό φάνηκε στην επιρροή τους στις αντεπαναστατικές συζητήσεις στο κλαμπ “Πετοέφι”, φάνηκε στην διάρκεια του αντεπαναστατικού ξεσπάσματος και στον ενθουσιασμό που έκφρασαν οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές εκείνη την περίοδο, αλλά έγινε επίσης ακόμα πιο ξεκάθαρο στο γεγονός ότι ο προδότης Ίμρε Νάγκι, μετά το τσάκισμα της αντεπανάστασης, βρήκε άσυλο στην Γιουγκοσλάβικη πρεσβεία στην Βουδαπέστη. Αντί το ανελέητο ξεσκέπασμα των αποστατών του Βελιγραδίου ως άμεσοι εμπνευστές του αντεπαναστατικού πραξικοπήματος στην Ουγγαρία, ο Ν. Χρουτσόφ προσπάθησε με κάθε τρόπο να ελαφρύνει την ευθύνη τους, να την ελαχιστοποιήσει και, τελικά, να την εξαλείψει τελείως. Ο πρώην πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης στην Αλβανία, Λ.Ι. Κρίλοφ, διαβίβασε στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας το γράμμα που έστειλε ο Ν. Χρουτσόφ στις 9 Νοεμβρίου 1956 στον Γ. Μπ. Τίτο. Σε αυτό το γράμμα, ανάμεσα στα άλλα, ο Χρουτσόφ έγραφε στον Τίτο τα παρακάτω:
Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης εξέτασε το τελευταίο γράμμα. Το θεωρούμε δυνατό να συμφωνήσουμε με τις απόψεις σας ότι δεν πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα αν έπραξε σωστά ή όχι η Γιουγκοσλάβικη πρεσβεία στην Βουδαπέστη δίνοντας άσυλο στον Ίμρε Νάγκι και τους συντρόφους του. Σημειώνουμε με ικανοποίηση ότι από τις συνομιλίες στο Μπριόνι ήσασταν σε πλέρια συμφωνία με τη δικιά μας στάση προς τον σύντροφο Γιάνος Καντάρ σαν ξεχωριστή προσωπικότητα και με επαναστατικό κύρος στην Ουγγαρία, ικανό σε αυτές τις δύσκολες στιγμές και συνθήκες να ηγηθεί της νέας επαναστατικής κυβέρνησης . . . Ικανοποιηθήκατε πλέρια από το ότι η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, από το καλοκαίρι της φετινής χρονιάς, σε σχέση με την απομάκρυνση του Ράκοσι, ο σύντροφος Καντάρ προσπάθησε να γίνει πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού της Ουγγαρίας.”
Οποιοδήποτε σχόλιο σε σχέση με αυτό το γράμμα είναι περιττό. Αυτό το γράμμα δείχνει πολύ καθαρά ότι ο πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, τσαλαπατώντας κάθε κανονισμό που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των αδελφών κομμάτων, πήγε τόσο μακριά που επέμβηκε σε ένα ζήτημα τόσο σημαντικό και σοβαρό εσωτερικού χαρακτήρα, όπως είναι ο διορισμός στη θέση του πρώτου γραμματέα αδελφού κόμματος αυτού ή εκείνου του προσώπου. Δείχνει επίσης πολύ καθαρά ότι ο Ν. Χρουτσόφ συμφώνησε πλέρια εδώ και πολύ καιρό με τον. Γ.Μπ. Τίτο, ότι θεωρούσε σωστό πως για το κάθε τι, ακόμα και για τον “διορισμό” του πρώτου γραμματέα άλλου Κόμματος, να συμβουλεύεται τον Γ.Μπ. Τίτο, αυτόν τον εχθρό του σοσιαλισμού, τον ίδιο τον εμπνευστή και οργανωτή της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.
Από αυτό γίνεται ξεκάθαρα κατανοητό και είναι πλέρια λογικό γιατί ο Ν. Χρουτσόφ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της Γιουγκοσλάβικης επέμβασης στα Ουγγρικά γεγονότα ως τελειωμένο: επειδή και τα δυο δεν μπορούν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, και να συμβουλεύεται τον Τίτο και να τον ξεσκεπάζει.
Μετά την περιβόητη ομιλία του Τίτο στην Πούλα τον Νοέμβρη του 1956, η πάλη των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων ενάντια στον Γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό αναζωογονήθηκε και οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες κριτικαρίστηκαν για την στάση τους. Αλλά η προδοτική Τιτοϊκή ομάδα όχι μόνο δεν έκανε καμιά αυτοκριτική ή κάποιο θετικό βήμα προς το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά το 1958 το θεώρησε σωστό να διατυπώσει και συνοψίσει τις ρεβιζιονιστικές της απόψεις στο Πρόγραμμα της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών το οποίο δημοσιεύτηκε σαν αντίβαρο στην Διακήρυξη της Μόσχας των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων τον Νοέμβρη του 1957. Φάνηκε ήδη σαν να μην υπήρχε κανένας χώρος ακόμα και για την παραμικρότερη αυταπάτη, επειδή ο Τίτο και η ομάδα του ανοιχτά έγραψαν στο πρόγραμμά τους αυτά που έκρυβαν τόσα χρόνια κάτω από δημαγωγικά ψευτομαρξιστικά και ψευτοσοσιαλιστικά συνθήματα. Αλλά τι συνέβη; Στην αρχή, ο Ν. Χρουτσόφ, που ένοιωθε τον εαυτό του σε δύσκολη θέση μπροστά στην κοινή γνώμη και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αν και με μισή καρδιά, πήρε θέση ως αναφορά τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Με θαυμάσια ευελιξία και αντίθετα στην πιο στοιχειώδη λογική, αυτός, στο Πέμπτο Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Ενιαίου Κόμματος της Γερμανίας στις 1 του Ιούλη έδωσε τον προσανατολισμό της μη αναφοράς στους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές, λέγοντας:
Στην πάλη μας για τα τις κοινές υποθέσεις μας δεν πρέπει να δίνουμε στους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές περισσότερη προσοχή από ότι αξίζουν. Θέλουν η σημαντικότητά τους να ανεβαίνει, ότι οι λαοί πρέπει να νομίζουν πως είναι το κέντρο του κόσμου . . . Δεν θα βοηθήσουμε στην αναζωπύρωση των παθών, στην επιδείνωση των σχέσεων. Ακόμα, στην κατάσταση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις μας με την Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, θα είναι χρήσιμο να εξακολουθήσουμε να διατηρούμε κάποια σπίθα ελπίδας, να αναζητούμε αποδεκτές μορφές σε μερικά ζητήματα”.
Το τόνισε αυτό επίσης κατά την επίσκεψή του στην Αλβανία τον Μάϊο 1959. Ταυτόχρονα, άρχισε να κυκλοφορεί όλο και πιο συχνά την φράση “σύντροφος Τίτο”, η προπαγάνδα άρχισε πάλι να λέει ότι “η Γιουγκοσλαβία είναι σοσιαλιστικό κράτος”, ότι ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και την Γιουγκοσλαβία ”υπάρχει αμοιβαία κατανόηση σε πολλά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής”.
Ταιριάζει σε αυτή την περίπτωση να θυμηθούμε ότι ο Λένιν στην εποχή του διεξήγαγε ασυμβίβαστο αγώνα όχι μόνο ενάντια στον οπορτουνισμό, αλλά επίσης και ενάντια σε εκείνους που κήρυτταν την ενότητα με τους οπορτουνιστές.
Η ρεβιζιονιστική ομάδα της Γιουγκοσλάβικης ηγεσίας, μένοντας άθικτη στην προδοσία της, στην αντι-σοσιαλιστική και συνωμοτική δουλειά της, συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση την δράση της, και για την διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος και για την υπονόμευση του εθνικοαπελευθερωτικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος των λαών που αγωνίζονται για λευτεριά, ή μόλις είχαν κερδίσει την εθνική τους απελευθέρωση. Κάθε μέρα που περνούσε οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές αποδεικνύονταν εχθροί του κομμουνισμού και της λευτεριάς των λαών. Ακριβώς επειδή η Τιτοϊκή ρεβιζιονιστική συμμορία είναι τέτοια, οι αντιπροσωπείες των 81 αδελφών κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων την καταδίκασαν αποφασιστικά το 1960 στη Διακήρυξη της Μόσχας τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές ηγέτες. Όπως είναι γνωστό η Διακήρυξη τονίζει ότι οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες, έχοντας προδώσει τον Μαρξισμό – Λενινισμό, απέσπασαν την χώρα τους από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, την έβαλαν κάτω από την εξάρτηση της δήθεν “βοήθειας” των ΗΠΑ και άλλων ιμπεριαλιστών και έτσι δημιούργησαν τον κίνδυνο απώλειας των επαναστατικών καταχτήσεων που απόκτησε με την ηρωική του πάλη ο Γιουγκοσλάβικος λαός· ότι οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές κάνουν υπονομευτική δουλειά ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ότι με πρόσχημα την πολιτική των αδεσμεύτων διεξάγουν δραστηριότητα που κάνει ζημιά στο ζήτημα της ενότητας όλων των φιλειρηνικών δυνάμεων και κρατών. Τελικά, η Διακήρυξη τονίζει την ανάγκη της συνέχισης της πάλης για το πλήρες ξεσκέπασμα της ομάδας των Γιουγκοσλάβων ηγετών.
Ωστόσο, μετά τον Νοέμβρη του 1960, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αυτές οι σωστές θέσεις της Διακήρυξης ξεχάστηκαν από την Σοβιετική ηγεσία. Ακόμα περισσότερο, για την ενθάρρυνση της Τιτοϊκής ρεβιζιονιστικής κλίκας, για να “κατευνάσουν” την δυσαρέσκειά της, οι Σοβιετικοί ηγέτες είδαν λογικό να κάνουν θερμές επίσημες δηλώσεις απευθυνόμενοι στους Γιουγκοσλάβους “συντρόφους”. Έτσι, μόνο μερικές μέρες μετά την εκδοσή της Διακήρυξης των 81 αδελφών κομμάτων, το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος και Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Α. Γκρομίκο, δήλωσε στο Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης, στις 23 Δεκεμβρίου 1960, ότι σε μερικά θεμελιώδη ζητήματα η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης ταυτίζεται πλέρια με την εξωτερική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας. Ενώ ο ίδιος ο Ν. Χρουτσόφ, σε μια συνέντευξη στον παρατηρητή των “Νιου Γιορκ Τάϊμς”, Σουλτσμπέργκερ, που δημοσιεύτηκε στην “Πράβντα” στις 10 Σεπτεμβρίου 1961, δήλωσε: “Φυσικά, θεωρούμε την Γιουγκοσλαβία σοσιαλιστική χώρα”. Δεν είναι μια τέτοια δήλωση αντίθετη με την Διακήρυξη των 81 αδελφών Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων; Δεν θα γίνονταν η σκέψη ότι ο Πρώτος Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης με αυτή την δήλωση έχει για σκοπό να “κατευνάσει” την δυσαρέσκεια των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών ηγετών και να κάνει δημοσία γνωστό, πως ότι γράφεται στην Διακήρυξη της Μόσχας, ή και σε κάποια άλλα ντοκουμέντα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, είναι τυπικά, ενώ οι απόψεις τους είναι άλλες;
Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Γιατί με τέτοια επιμονή κρατιέται τέτοια καλοπροαίρετη στάση προς μια συμμορία αποστατών του Μαρξισμού – Λενινισμού, που είναι βυθισμένοι πατόκορφα στη βρομιά του ρεβιζιονισμού και της προδοσίας και, ταυτόχρονα, επιτίθενται λυσσαλέα στα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα που στάθηκαν πάντα πιστά στις επαναστατικές διδασκαλίες του Μαρξισμού – Λενινισμού και στην υπόθεση του σοσιαλισμού;
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας δεν μπορούσε και δεν μπορεί να συμφωνήσει με τέτοια οπορτουνιστική στάση προς την επικίνδυνη ρεβιζιονιστική συμμορία του Τίτο, που είναι πράκτορας του ιμπεριαλισμού και εχθρός του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας και του Αλβανικού λαού. Στην πάλη ενάντια στον σύγχρονο ρεβιζιονισμό ιδιαίτερα ενάντια στην Τιτοϊκή ρεβιζιονιστική κλίκα, το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας έλαβε και πάντα λαμβάνει υπόψη τα πολύτιμα διδάγματα του μεγάλου Λένιν, που τόνισε με μεγάλη έμφαση ότι ο οπορτουνισμός αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για αυτοί την ίδια την ύπαρξη του σοσιαλιστικού καθεστώτος.
Αυτά τα σημαντικά διδάγματα του Λένιν γίνονταν όλο και πιο κατανοητά για το κόμμα μας, επειδή αποδείχθηκε στις πλάτες του τι σημαίνει Γιουγκοσλάβικος ρεβιζιονισμός, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη επίσης. Επειδή, στην πραγματικότητα, η Τιτοϊκή κλίκα ποτέ δεν αποκήρυξε, είτε πριν από το 1948 είτε μετά το 1955, τις συνωμοσίες και τις ανατρεπτικές ενέργειες ενάντια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας και το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, άλλα, αντίθετα, τα αύξησε. Άρα, η πάλη του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας ενάντια στον Γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό ήταν σημαντικό διεθνιστικό καθήκον του Κόμματός μας ως Μαρξιστικό – Λενινιστικό κόμμα και ταυτόχρονα ιερό του καθήκον να υπερασπίσει την σοσιαλιστική μας πατρίδα ενάντια στους σκοπούς και τις συνωμοσίες των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών. Κάποιοι από τους Σοβιετικούς ηγέτες δεν αρέσουν αυτή την στάση του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, που ήταν ενάντια και αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδια τους επαναπροσέγγισης και εναγκαλισμού με την Τιτοϊκή κλίκα. Τα συνθήματα άρχισαν να κυκλοφορούν ότι οι “Αλβανοί είναι θερμόαιμοι”, “βλέπουν τα πράγματα στενόμυαλα και διεξάγουν την πάλη ενάντια στους Γιουγκοσλάβους ηγέτες από θέσεις εθνικισμού”, ότι οι “Αλβανοί θέλουν να κατακτήσουν την σημαία του αντιρεβιζιονισμού” και ότι “μεγαλώνουν των άξια της Τιτοϊκός κλίκας”, κλπ, κλπ. Αλλά το Κόμμα μας δεν ταλαντεύτηκε από τις αρχιακές του θέσεις και συνέχισε με σταθερά και ασυμβίβαστα την πάλη ενάντια στους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές.
Αυτή η στάση του Κόμματός μας δεν άρεσε ποτέ στον Ν. Χρουτσόφ και είναι ένας από τους λόγους που ερμηνεύει την τόσο λυσσαλέα στάση του ενάντια στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και στην ηγεσία του.
Η στάση της ομάδας του Ν. Χρουτσόφ προς τον Γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό, στην πραγματικότητα, δεν είναι στάση διαφορετική μόνο από εκείνη του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, άλλα από εκείνη όλου του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, από την στάση που εκφράστηκε στις Διακηρύξεις της Μόσχας το 1957 και 1960, όπου ο ρεβιζιονισμός περιγράφεται ως ο κύριος κίνδυνος στο διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα και ο Γιουγκοσλάβικος ρεβιζιονισμός ως υπονομευτής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των δυνάμεων της ειρήνης. Άρα, είναι προφανές ότι η Σοβιετική ηγεσία προσπαθεί να αμβλύνει την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό και τον ρεβιζιονισμό στο κομμουνιστικό κίνημα. Εδώ βρίσκεται επίσης η πηγή όλων των προσπαθειών διαστρέβλωσης των ξεκάθαρων θέσεων των δυο Διακηρύξεων της Μόσχας για τον ρεβιζιονισμό ως τον κύριο κίνδυνο στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα και το βγάλσιμο στο προσκήνιο της πάλης ενάντια στον δογματισμό. Για το κόμμα μας έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρο μέρα με την μέρα ότι με την αποδοχή στα λόγια της ανάγκης αγώνα ενάντια στον ρεβιζιονισμό και με την μη εφαρμογής τους στην πραγματικότητα, ο Ν. Χρουτσόφ και εκείνοι που τον ακολουθούν, με πρόσχημα την πάλη ενάντια στον δογματισμό, παλεύουν ενάντια στον Μαρξισμό – Λενινισμό, προσπαθούν να απορρίψουν τις θεμελιώδεις θέσεις της επαναστατικής θεωρίας του προλεταριάτου, κυρίως όπως προσπάθησε να το κάνει νωρίτερα ο Τίτο και όπως προσπάθησαν να το κάνουν στο παρελθόν οι οπορτουνιστές και ρεβιζιονιστές διαφόρων ειδών.
Ποιες ήταν οι συνέπειες της διάδοσης διαφόρων οπορτουνιστικών απόψεων, την χωρίς αρχές πάλη ενάντια στον Ι.Β. Στάλιν και την πολιτικά της συμφιλίωσης με την Τιτοϊκή προδοτική ρεβιζιονιστική κλίκα, που ακολουθήθηκε επίμονα από τον Ν. Χρουτσόφ και την ομάδα του; Αν και ανεβάζουν στα ουράνια, με μεγάλο θόρυβο, “τα θαυμάσια αποτελέσματα” δήθεν που προκλήθηκαν από την “κριτική στην προσωπολατρία του Ι.Β. Στάλιν” και την “ομαλοποίηση των σχέσεων με την Γιουγκοσλαβία”, αν και παρουσιάζουν τα ζητήματα σαν να άρχισε με το 20ο Συνέδριο νέα εποχή στην εξέλιξη και στο παραπέρα δυνάμωμα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τα στοιχεία μιλούν εντελώς για το αντίθετο. Αυτές οι διαστρεβλωμένες απόψεις και ενέργειες έγιναν η σημαία στα χέρια των οπορτουνιστικών και ρεβιζιονιστικών στοιχείων σε πολλές χώρες για να εξαπολύσουν τις ρεβιζιονιστικές τους επιθέσεις ενάντια στα Μαρξιστικά – Λενινιστικά κόμματα. Αυτό έγινε στα Κομμουνιστικά Κόμματα των ΗΠΑ, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας κλπ. Με την επίδραση των οπορτουνιστικών απόψεων που παρουσιάστηκαν από τον Ν. Χρουτσόφ στο 20ο Συνέδριο, ο ρεβιζιονισμός ξαναζωντάνεψε και διαδόθηκε πλατιά σε πολλά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, μετατρεπόμενος σε εξαιρετικά σοβαρό κίνδυνο για ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα. Ιδιαίτερα κάτω από το σύνθημα της πάλης ενάντια στον “Σταλινικό αυταρχισμό”, δανεισμένο από την “μυστική” έκθεση “Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της”, που, αρκετά παράξενο, έπεσε στα χέρια των αντιδραστικών κύκλων της Δύσης και αναχαράχτηκε αυτή η έκθεση από αυτούς σε τόνους, η ιμπεριαλιστική αντίδραση και οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές, ιδιαίτερα οι ρεβιζιονιστές αποστάτες του Βελιγραδίου, εχθροί του σοσιαλισμού, της Σοβιετικής Ένωσης και των λαών όλων των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, οργάνωσαν αντεπαναστατικές ενέργειες ενάντια στο σοσιαλιστικό καθεστώς της Πολωνίας και το αντεπαναστατικό πραξικόπημα στην Ουγγαρία. Ιδιαίτερα υπό την προστασία αυτών των οπορτουνιστικών θέσεων, των επιθέσεων ενάντια στον Στάλιν και οι συμφιλιωτικές στάσεις του Ν. Χρουτσόφ με τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές, η συμμορία της Τιτοϊκής συμμορίας αναζωογονήθηκε ακόμα περισσότερο, της λύθηκαν τα χέρια να αναπτύξει πλατιά την υπονομευτική της δράση ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Για μας είναι ξεκάθαρο ότι τέτοια συνέπεια δεν είναι αποδεκτή ούτε στον Ν. Χρουτσόφ ούτε στους υποστηρικτές του. Αλλά είναι λογικό να μπει το ερώτημα: Γιατί ειδικά μετά το 20ο Συνέδριο ζωντάνεψαν αμέσως οι αποστάτες και οι ρεβιζιονιστές στις γραμμές των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων διαφόρων χωρών, η Γιουγκοσλάβικη ρεβιζιονιστική κλίκα σήκωσε πάλι το κεφάλι της και όλοι μαζί εξαπέλυσαν μετωπική επίθεση ενάντια στον Μαρξισμό – Λενινισμό; Γιατί, ας πούμε, δεν έγιναν σημαία τους οι θέσεις του 19ου και 18ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης; Μάνο μια εξήγηση υπάρχει εδώ επειδή κάποιες θέσεις που διατυπώθηκαν στο 20ο Συνέδριο ήταν οπορτουνιστικής φύσης, οπότε αποτέλεσαν την ιδεολογική τροφή των αποστατών και των ρεβιζιονιστών στην πάλη τους ενάντια στον Μαρξισμό – Λενινισμό· επειδή η στάση προς τον Στάλιν και την Τιτοϊκή κλίκα ήταν αντι-Μαρξιστική, άρα χρησιμοποιήθηκαν τόσο πετυχημένα από τους εχθρούς του Μαρξισμού και του σοσιαλισμού για τους δικούς τους σκοπούς.
Αυτές οι πικρές συνέπειες έγιναν αισθητές και στην Αλβανία επίσης. Στην χώρα μας, τα οπορτουνιστικά στοιχεία τύπου Tuk Jakova and Bedri Spahiu, όπως και πολλά άλλα στοιχεία που διώχτηκαν από το κόμμα για αντικομματική δράση δραστηριοποιήθηκαν και με την άμεση υποκίνηση των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών, οργάνωσαν την συνωμοσία στην συνδιάσκεψη του Κόμματος της πόλης των Τιράνων τον Απρίλιο του 1956. Είναι γνωστό ότι σημαντικό ρόλο σε αυτήν την συνωμοσία έπαιξε ο προδότης Παναγιότ Πλάκου, παλιός πράκτορας της Γιουγκοσλάβικης κατασκοπίας, για τον οποίο, μετά την δραπέτευσή του από τη χώρα, ο Ν. Χρουτσόφ πρότεινε από το 1957 ακόμα να του δοθεί πολιτικό άσυλο στην Σοβιετική Ένωση. Τα συνθήματα αυτών των προδοτών ήταν τα δημαγωγικά συνθήματα της “φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου”, της “εξομάλυνσης των σχέσεων με την Γιουγκοσλαβία”, της “αποκατάστασης του Κότσε Τζότζε και των άλλων αντικομματικών στοιχείων που καταδικάστηκαν νωρίτερα” κλπ. Είναι αξιοσημείωτο ότι ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, Απρίλιο – Μάϊο 1956, η Σοβιετική ηγεσία, μέσω του Σουσλόφ και του Π. Ποσπιέλοφ προσπάθησαν να πείσουν το Κόμμα μας να αποκαταστήσει τον προδότη Κότσε Τζότζε, εχθρό του κόμματος και του Αλβανικού λαού, πράκτορα της Τιτοϊκής κλίκας, τουφεκισμένου για την εχθρική του δράση που στόχευε στην διάλυση του Κόμματος και της λαϊκής εξουσίας και στην μετατροπή της Αλβανίας σε έβδομη δημοκρατία της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας.
Η αντι-Μαρξιστική στάση του Ν. Χρουτσόφ στα προαναφερθέντα ζητήματα προξένησαν έτσι μεγάλο κακό στην κοινή μας υπόθεση, στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
Ωστόσο, το διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την επίθεση των ρεβιζιονιστών αποστατών. Οι γραμμές των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων δυνάμωσαν και αυτό οφείλεται στο δυνάμωμα και αποφασιστικότητα των αδελφών κομουνιστικών και εργατικών κομμάτων, στην ζωτικότητα των ιδεών του Μαρξισμού – Λενινισμού. Και έτσι πάντοτε θα συμβαίνει. Ο Μαρξισμός – Λενινισμός είναι η σημαία της νίκης, άρα οι εχθροί του, οι ρεβιζιονιστές και οι οπορτουνιστές, απότυχαν και πάντα θα αποτυγχάνουν επαίσχυντα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η φύση των διαφωνιών μας ήταν πλέρια ιδεολογική και πολιτική, ότι το Κόμμα μας δεν συμφώνησε με κάποιες οπορτουνιστικές απόψεις και ενέργειες του Ν. Χρουτσόφ ως αναφορά κάποια ζωτικά ζητήματα της σημερινής παγκόσμιας εξέλιξης και του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, απόψεις που είναι αντίθετες σε κάποιες θεμελιώδεις αρχές του Μαρξισμού – Λενινισμού και αποτελούν σοβαρή παραβίαση των Διακηρύξεων του 1957 και 1960 των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. Αλλά η ύπαρξη αυτών των λανθασμένων απόψεων μέσα στους Σοβιετικούς ηγέτες είναι μόνο το μισό του κακού. Το μέγιστο κακό είναι ότι προσπαθούν να επιβάλουν με κάθε τρόπο τις οπορτουνιστικές τους απόψεις σε όλα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, μη σταματώντας για αυτό το σκοπό ακόμα και μπροστά στην πίεση, τον εκβιασμό και τις άγριες επιθέσεις ενάντια σε εκείνα τα αδελφά κόμματα και τους ηγέτες τους που δεν συμφωνούν με τις ρεβιζιονιστικές θέσεις του Ν. Χρουτσόφ, που αντιτίθενται σε αυτούς, και υπερασπίζουν αποφασιστικά τον Μαρξισμό – Λενινισμό. Εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο κακό, εδώ βρίσκεται επίσης η αιτία που οι σχέσεις ανάμεσα στην χώρα μας και την Σοβιετική ηγεσία έγιναν τεταμένες. Βλέποντας ότι οι πολυποίκιλες προσπάθειές του να γονατίσει το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και να του επιβάλει τις αντι-Μαρξιστικές του απόψεις απέτυχαν μπρος στην ακλόνητη Μαρξιστική – Λενινιστική στάση του Κόμματός μας και θέλοντας να δικαιολογήσει στο κόμμα του και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα τις ανεπίτρεπτες, εχθρικές ενέργειες ενάντια στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και την Λαϊκή Δημοκρατία Αλβανίας, ο Ν. Χρουτσόφ προχώρησε σε άγριες και δημόσιες συκοφαντίες όπως εκείνες που αυτός και άλλοι Σοβιετικοί ηγέτες έκαναν στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Το γεγονός ότι αυτός επέλεξε το βήμα του 22ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης για να διεξάγει “την δίκη” ενάντια στο Κόμμα μας, το γεγονός ότι εξαπάτησε τους αντιπρόσωπους μερικών αδελφών κομμάτων να εκφραστούν μη συντροφικά ενάντια στο Κόμμα μας στα χαιρετιστήριά τους στο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ρίχνει φως στις πραξικοπηματικές μεθόδους του, στην τακτική του του αιφνιδιασμού, στην μονόπλευρη επιβολή της επιθυμίας του στο διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, στην μη τήρηση των θεμελιωδών αρχών που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα αδελφά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, που μαζί διαμόρφωσαν και σχεδίασαν την Διακήρυξη της Μόσχας.
Η εξέταση της δράσης ενός κομμουνιστικού και εργατικού κόμματος, η έκφραση της άποψης αν στέκεται σε σωστές θέσεις ή όχι, μπορεί να κριθεί μόνο σε ένα διεθνές φόρουμ, σε μια διεθνή σύνοδο των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, αφού ακουστούν λεπτομερώς τα επιχειρήματα αυτού του κόμματος. Αλλά ο Ν. Χρουτσόφ φοβήθηκε να ζητήσει την σύγκληση τέτοιας συνόδου επειδή ήταν πεπεισμένος ότι δεν θα πετύχαινε την καταδίκη του Κόμματός μας Εργασίας. Για αυτό τον λόγο δεν προσκάλεσε στο 22ο Συνέδριο και το Κόμμα μας επίσης, επειδή τα λόγια του θα έβγαζαν στο φως την αλήθεια για τις Αλβανο-Σοβιετικές σχέσεις, θα ξεσκέπαζε τις αντι-Μαρξιστικές του απόψεις και ενέργειες, θα απέρριπτε εντελώς όλες τις αβάσιμες συκοφαντίες του και κατηγορίες του.
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε από τον πρώτο γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης να επιτεθεί μονόπλευρα στο Κόμμα μας είναι γνωστή στο διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. Εφαρμόστηκε επίσης αυτή η τακτική στο Βουκουρέστι, όπου με λανθασμένες και μονόπλευρες κατηγορίες προσπάθησε να υποτάξει τα Μαρξιστικά – Λενινιστικά κόμματα και να υποχωρήσουν μέσω ενός γρήγορου, ανεπεξέργαστου και βιαστικού τρόπου οι αντιπρόσωποι των αδελφών κομμάτων, αλλά παρά τις προσπάθειές του, δεν το κατάφερε. Αντίθετα, ο Ν. Χρουτσόφ αναγκάστηκε να συμφωνήσει στην σύγκληση της συνόδου της Μόσχας τον Νοέμβρη του 1960, όπου διεξήχθηκαν σωστές συζητήσεις, όπου καθαρά έγινε φανερό ότι οι απόψεις του δεν δέχτηκαν την ενθουσιώδη υποστήριξη αυτών που συμμετείχαν και αυτό εκφράστηκε επίσης στα ίδια τα ντοκουμέντα που εγκρίθηκαν από τους εκπροσώπους των 81 κομμάτων και που ο Ν. Χρουτσόφ βάρβαρα παραβιάζει σε όλη του την δράση. Συνεπώς αυτός, για να επιτεθεί στο Κόμμα μας, αφού φοβήθηκε να συγκαλέσει μια διεθνή σύνοδο, κατέφυγε στις πραξικοπηματικές μεθόδους του, χρησιμοποιώντας για αυτό το σκοπό το 22ο Συνέδριο.
Με αυτό τον τρόπο, ο Ν. Χρουτσόφ σαμποτάρισε επίσης αποτελεσματικά και οποιαδήποτε μελλοντική σύνοδο, επειδή επιτιθέμενος μονόπλευρα και δημόσια στο Κόμμα μας, έθεσε το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας σε συνθήκες μη ισότιμες.
Στο 22ο Συνέδριο, ο Ν. Χρουτσόφ και οι υποστηρικτές του κατηγόρησαν το Κόμμα μας ότι δήθεν, με τις πράξεις του, “διασπά την ενότητα, διασπά το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα”. Κάποιος πρέπει να χάσει κάθε αίσθημα ευθύνης ή σοβαρότητας για να πει κάτι τέτοιο. Ποιος στην πραγματικότητα υπονομεύει την ενότητα μας, το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας ή η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης με επικεφαλής τον Ν. Χρουτσόφ; Το Κόμμα μας, που πάντοτε ακολούθησε την αρχή ότι οι διαφωνίες μας πρέπει να λύνονται μέσω του κομματικού δρόμου, στην βάση των αρχών των Διακηρύξεων της Μόσχας του 1957 και του 1960, ή η Σοβιετική ηγεσία, που τσαλαπάτησε αυτές τις αρχές και μπήκε στον αντι-Μαρξιστικό δρόμο της πίεσης, του εκβιασμού και που ανοιχτά κάνει έκκληση για αντεπανάσταση στην σοσιαλιστική Αλβανία; Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας ποτέ δεν μίλησε δημοσία για τις διαφορές μας, το έκανε μόνο μέσω του κομματικού δρόμου και σε κομματικές συναντήσεις, ανοιχτά και θαρραλέα έκανε κριτική στις λανθασμένες απόψεις και ενέργειες των Σοβιετικών ηγετών, ενώ ο Ν. Χρουτσόφ ήταν ο πρώτος που μίλησε δημόσια από το βήμα του 22ου Συνεδρίου όχι μόνο για την ύπαρξη των διαφωνιών αλλά και έβγαλε από το στόμα του χολή, να συκοφαντήσει δημοσία το Κόμμα μας και την λαϊκή εξουσία, παρουσιάζοντάς της σαν “καθεστώς τρομοκρατίας, όπου δεξιοί και αριστεροί είναι στις φυλακές και στα εκτελεστικά αποσπάσματα”, χρησιμοποιώντας την γλώσσα του Ράνκοβιτς, που είπε ότι “στην Αλβανία βασιλεύει το αγκαθωτό συρματόπλεγμα και η μπότα των συνοριακών φρουρών”. Το Κόμμα μας είναι υπέρ της ενότητας, για το παραπέρα δυνάμωμά της, αλλά για στέρεα, ατσάλινη ενότητα, όχι για ανεμική και αρρωστιάρικη ενότητα. Κυρίως επειδή είναι υπέρ της ατσάλινης ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, έκανε κριτική θαρραλέα και μέσω του κομματικού δρόμου στις αντι-Μαρξιστικές εκδηλώσεις και ενέργειες του Ν. Χρουτσόφ, που αποδυνάμωναν αυτήν την ενότητα.
Λυπούμαστε πολύ από το γεγονός που μερικοί ηγέτες αδελφών κομμάτων προσχώρησαν στις λανθασμένες απόψεις του Ν. Χρουτσόφ. Δεν θέλουμε να αναζητήσουμε τις αιτίες που τους ανάγκασαν να κρατήσουν αυτή την στάση (καταλαβαίνουμε πολύ καλά την δύσκολη θέση στην οποία βρεθήκαν), αλλά μπορούν να αποκαλούν σωστή την μονόπλευρη θέση τους, εξ ορισμού, όταν η πλειοψηφία των αντιπροσωπιών των αδελφών κομμάτων δεν γνώριζαν τίποτα για την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στο Κόμμα μας και την Σοβιετική ηγεσία; Είναι σωστό να παίρνεις αυτή ή την άλλη στάση, όταν ακούς μόνο τα επιχειρήματα της μιας πλευράς, ενώ η άλλη πλευρά στερήθηκε το δικαίωμα να πει τις απόψεις της; Ή πρέπει στο κομμουνιστικό κίνημα να καθιερωθούν νέες αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ακούγεται ο μεγάλος, όχι ο μικρός, οι ο μεγάλος έχει δίκιο, ενώ ο μικρός έχει πάντα άδικο; Σύμφωνα με την άποψή μας, τέτοιος τρόπος συλλογισμού δεν είναι καθόλου σωστός και δεν έχει καμιά σχέση με τους Λενινιστικούς κανόνες στις σχέσεις ανάμεσα σε αδελφά κόμματα. Τέτοιες στάσεις δεν βοηθούν στο δυνάμωμα της ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, στο δυνάμωμα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά την αποδυναμώνει και αργότερα θα δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα.
Παρ’ όλα αυτά, στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ο Ν. Χρουτσόφ δεν υποστηρίχτηκε από όλες τις αντιπροσωπείες των αδελφών κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. Από τις 80 ξένες αντιπροσωπείες που παρακολούθησαν τις εργασίες του Συνεδρίου και μίλησαν ή έστειλαν γραπτά χαιρετιστήριά τους, 34 αντιπροσωπείες των αδελφών κομμάτων δεν συμφώνησαν με τις Χρουτσοφικές συκοφαντίες και κατηγορίες ενάντια στο Κόμμα μας, δεν μίλησαν για τις διαφωνίες που υπήρχαν ανάμεσα στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και την σοβιετική ηγεσία. Βέβαια, πολλά από αυτά μπορεί να έχουν τις παρατηρήσεις τους ως αναφορά τη δουλειά του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, αλλά στο 22ο Συνέδριο, που ήταν το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ενός συγκεκριμένου κόμματος, δεν το έκριναν σωστό να μιλήσουν για ένα ζήτημα που αφορά ολόκληρο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, κρατώντας έτσι σωστή Μαρξιστική – Λενινιστική στάση. Πρέπει επίσης να πούμε ότι αν και η μάζα των προσκεκλημένων αντιπροσώπων στο 22ο Συνέδριο δεν έκφρασαν γνώμη για τις Σοβιετο-Αλβανικές διαφωνίες, δεν υποστήριξαν τον Ν. Χρουτσόφ στις επιθέσεις του και συκοφαντίες του ενάντια στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας. Από τις 80 αντιπροσωπείες που πήραν μέρος στις συζητήσεις στο συνέδριο, μόνο 14 μίλησαν ενάντια στο Κόμμα μας. Όλοι ήταν μέλη της σοβιετικής ηγεσίας.
Το Κόμμα μας Εργασίας ευχαριστεί για την αρχιακή τους και σωστή τους στάση και τους εκπροσώπους των αδελφών κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων που δεν υποστήριξαν τον Ν. Χρουτσόφ στις μονόπλευρες επιθέσεις του ενάντια στο Κόμμα μας και τους εκπροσώπους του ένδοξου Κομμουνιστικού Κόμματος του Λένιν, που, διατηρώντας τις μπολσεβίκικες παραδόσεις και τις Λενινιστικές αρχές αντικειμενικών κρίσεων οποιουδήποτε ζητήματος, δεν υποστήριξαν τον Ν. Χρουτσόφ σε αυτή την αντι-Μαρξιστική του ενέργεια.
Από το βήμα του 22ου Συνεδρίου, ανάμεσα στις πολυάριθμες συκοφαντικές κατηγορίες, ο πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης μίλησε επίσης και για την δήθεν έλλειψη δημοκρατίας στο Κόμμα μας, για τις δήθεν παραβιάσεις των Λενινιστικών κανόνων στην εσωτερική του ζωή. Αυτό, φυσικά, είναι ανοιχτή επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του Κόμματός μας, αλλά παρ’ όλα αυτά μπορούμε να πούμε σε αυτούς τους “υπερασπιστές” της δημοκρατίας: Κοιτάξτε καλύτερα τις δουλείες σας, γιατί όχι στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, αλλά στο κόμμα σας υπάρχουν πολλά σκανδαλώδη παραδείγματα παραβίασης των πιο στοιχειωδών κανόνων δημοκρατίας. Ο Ντμίτρι Πολιάνσκι, επιτιθέμενος στην αντικομματική ομάδα, και ιδιαίτερα στον σύντροφο Κλίμεντ Βοροσίλοφ, ασφαλώς απέφυγε να πει ο ίδιος με λεπτομέρειες όλο το παρασκήνιο που οργάνωσαν αυτός και οι συνεργάτες του την περίοδο της συνόδου της ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το καλοκαίρι του 1957.
Ο Πολιάνσκι το έκρυψε αυτό από το συνέδριο, αλλά το είπε στην “φίλη” τους Λιρί Μπελίσοβα, που το γνωστοποίησε στο κόμμα μας. Ας πάρουμε άλλο παράδειγμα. Όταν το δικαστήριο στα Τίρανα ανακοίνωσε την ετυμηγορία που τους άξιζε ενάντια στους πράκτορες του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, Teme Sejko και σια, από όλο τον τύπο των Ευρωπαϊκών λαϊκών δημοκρατιών, μόνο η εφημερίδα “Τρουντ”, όργανο της Βουλγάρικης εργατικής τάξης, περιέγραψε σωστά αυτή την δίκη. Αλλά αμέσως, μέσα στη μέρα, με τις πιο δημοκρατικές μεθόδους, ανακοινώθηκε ότι ο πρόεδρος και οι δυο γραμματείς του Κεντρικού Συμβουλίου των Βουλγάρικων Συνδικάτων απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Και αυτό επειδή ο ρεβιζιονιστής Τίτο την ίδια μέρα υπέβαλε σοβαρή διαμαρτυρία στην Βουλγάρικη Κυβέρνηση ως αναφορά την περιγραφή που δόθηκε για την δίκη στα Τίρανα από αυτή την εφημερίδα. Τελικά, εκείνοι που μιλούν για εσωτερική δημοκρατία και για τήρηση των κομματικών κανόνων, αναφερόμαστε εδώ ιδιαίτερα στον Πάλμιρο Τολιάτι, θεωρεί κανονική, δημοκρατική την ενέργειά του στο 22ο Συνέδριο όταν μίλησε και καταδίκασε το Κόμμα μας; Δεν γνώριζε από πριν τι συνέβη και πως εξελίχθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στο Κόμμα μας και την Σοβιετική ηγεσία; Τουλάχιστον το Κόμμα μας δεν έδωσε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κανένα υλικό. Η Κεντρική του Επιτροπή δεν πήρε από τα πριν καμιά απόφαση που να καταδικάζει το κόμμα μας και έτσι να εξουσιοδοτήσει την αντιπροσωπεία του να το καταδικάσει. Τουλάχιστον εμείς δεν γνωρίζουμε κάτι τέτοιο. Τότε για ποια δημοκρατία μιλούν αυτοί οι ηγέτες που γίνονται προσβλητικοί χωρίς λόγο για την τύχη ενός προσώπου και που όταν μπαίνει ζήτημα για την τύχη ενός κόμματος, με 50.000 κομμουνιστές και ενός ολόκληρου λαού, κάνουν προσβλητικές δηλώσεις χωρίς καμιά υπευθυνότητα και σε κατάφωρη αντίθεση με τους στοιχειώδεις κανόνες όχι μόνο της κομματικής δημοκρατίας, αλλά επίσης και της απλής λογικής και της ανθρώπινης συνείδησης; Ο Πάλμιρο Τολιάτι πέταξε σε μας το Ρωμαϊκό ανάθεμα, κατηγορώντας μας ότι διασπούμε την ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Σε τι βασίζονταν ο Τολιάτι όταν πριν από λίγα χρόνια επιτέθηκε δημόσια στο Σοβιετικό κοινωνικό σύστημα και κήρυξε τον πολυκεντρισμό και τις ζώνες επιρροής στο διεθνές κομμουνιστικού κινήματος; Δεν έχει και δεν θα έχει κανένα στοιχείο εναντίον μας, όμως με τις δικές του αντι-Μαρξιστικές θέσεις βοήθησε πολύ τον ρεβιζιονιστή Τίτο. Ωστόσο, αρκετά παράξενο, κανένας δεν σήκωσε το ανάστημά του ενάντια στις ρεβιζιονιστικές απόψεις του Τολιάτι.
Ο Ν. Χρουτσόφ, που μιλά τόσο πολύ για δημοκρατικές μεθόδους, την υπομονή και τον διεθνισμό, προσέφυγε ενάντια στο κόμμα μας στις πιο αντι-Μαρξιστικές μεθόδους, μεθόδους που είναι τελείως ξένες στις σχέσεις ανάμεσα σε σοσιαλιστικές χώρες. Για να υποτάξει το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, για να το εμποδίσει από το να έχει τι δικές του απόψεις, για να του επιβάλλει τις δικές του αντι-Μαρξιστικές απόψεις, αυτός και οι υποστηρικτές της δεν σταμάτησαν μπροστά σε τίποτα, όχι μόνο ως αναφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα κόμματά μας, αλλά επίσης και ως αναφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα σοσιαλιστικά μας κράτη. Σήμερα δεν θέλουμε να μπούμε σε λεπτομέρειες και να αναλύσουμε για πολύ αυτά τα ζητήματα, επειδή υπάρχουν πολλά στοιχεία και αμέτρητα ντοκουμέντα που τα απεικονίζουν αντικειμενικά, αλλά θα τονίσουμε ότι σαν αποτέλεσμα υιοθέτησης αντι-Μαρξιστικών μεθόδων από την σοβιετική ηγεσία για τον διακανονισμό των υπαρχόντων διαφορών, σαν αποτέλεσμα της διαρκούς πίεσης και στα οικονομικά και στα πολιτικά και στρατιωτικά πεδία, οι σχέσεις ανάμεσα στη χώρα μας και την Σοβιετική Ένωση έχουν επιδεινωθεί πολύ. Αυτό το προτσές άρχισε από το δεύτερο εξάμηνο αυτής της τελευταίας χρονιάς, δηλαδή μετά της σύνοδο του Βουκουρεστίου. Από τότε, ο Ν. Χρουτσόφ, αντί να συμφωνήσει να διακανονιστούν με υπομονή οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφωνίες που υπάρχουν ανάμεσα στο Κόμμα μας και την Σοβιετική ηγεσία, τις δημοσιοποίησε και τις επέκτεινε και στις διακρατικές σχέσεις επίσης.
Έτσι στο οικονομικό πεδίο, όλες οι πιστώσεις της Σοβιετικής Ένωσης που χορηγηθήκαν στην χώρα μας για το τρίτο πεντάχρονο πλάνο διακόπηκαν και αυτό έγινε με σκοπό το σαμποτάρισμα του οικονομικού πλάνου της χώρας μας· χωρίς κάποιο λόγο και μονόπλευρα αποχώρησαν από την Αλβανία όλοι οι Σοβιετικοί ειδικοί τους οποίους χρειάζονταν πολύ η οικονομία μας και ζητήσαμε επίσημα να παραμείνουν· με πρόσχημα του ξεκινήματος από αυτή την χρονιά της αποπληρωμής των παλιών πιστώσεων (αν και σύμφωνα με τα υπάρχοντα ντοκουμέντα, αυτή θα άρχιζε μετά το 1970), η Σοβιετική πλευρά διέκοψε σχεδόν τελείως τις εμπορικές σχέσεις στην βάση του κλίρινγκ, διακόπηκαν οι υποτροφίες όλων των Αλβανών πολιτών και στρατιωτικών σπουδαστών που σπούδαζαν στην Σοβιετική Ένωση κλπ, κλπ. Οι οικονομικές πιέσεις συνοδεύτηκαν με πιεστικά και περιοριστικά μέτρα επίσης στο στρατιωτικό πεδίο.
Από την άλλη, είναι καλά γνωστό από όλους ότι ο τύπος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας συνεχίζει να γράφει για την ζωή και τις επιτυχίες της Σοβιετικής Ένωσης στην οικοδόμηση του κομμουνισμού, υποστηρίζει τις διάφορες κινήσεις και προτάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και της Σοβιετικής Κυβέρνησης για διάφορα διεθνή ζητήματα, ενώ ο Σοβιετικός τύπος, αντίθετα, εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο καθιέρωσε αυστηρή σιωπή αποκλεισμού ενάντια στην Αλβανία. Ενώ δεν αφήνει να ξεφύγει ούτε η παραμικρότερη ευκαιρία ακόμα και για μια θετική λέξη που είπε περιστασιακά κάποιος Βρετανός λόρδος, ο Σοβιετικός τύπος δεν γράφει ούτε μια μοναδική γραμμή για την Αλβανία, αφήνει μόνο του το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, σαν να μην υπήρχε τελείως στην γη ούτε η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας ούτε ο Αλβανικός λαός, που οικοδομεί σοσιαλισμό και παλεύει για την ειρήνη στο στόμα του λύκου, περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές από τους ιμπεριαλιστές και τα όργανά τους. Ο πάγος της σιωπής έσπασε μόνο στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης από τον Ν. Χρουτσόφ, αλλά έσπασε μόνο για να συκοφαντήσει και να βγάλει χολή από το στόμα του ενάντια στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και την Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας.
Σε αυτές τις αντι-Μαρξιστικές και εχθρικές ενέργειες προς τον Αλβανικό λαό, ο Ν. Χρουτσόφ υποστηρίχτηκε επίσης από μερικούς ηγέτες των σοσιαλιστικών χωρών της Ευρώπης. Όλοι μαζί κάνουν ότι μπορούν για να απομονώσουν την Αλβανία οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά, με την δημιουργία γύρω της “υγειονομικής ζώνης αποκλεισμού”. Ο Ν. Χρουτσόφ ξεχνά ότι στον αιώνα του θριάμβου του Λενινισμού δεν μπορεί να υπάρξει καμιάζώνη αποκλεισμού ” απομόνωσης ενός λαού και ενός κόμματος που αταλάντευτα αγωνίζεται για τον θρίαμβο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, δεν μπορεί να υπάρξει “ζώνη αποκλεισμού”, άσχετα από το πόσο οργανωμένη και δυνατή μπορεί να είναι, που να αντισταθεί στην Μαρξιστική - Λενινιστική αλήθεια. Κάθε “ζώνη αποκλεισμού” θα τσακιστεί και οι οργανωτές της θα αποτύχουν επαίσχυντα.
Ο πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της Σοβιετικής Ένωσης δεν περιορίστηκε σε αυτό. Βλέποντας ότι η πίεσή του, οι αποκλεισμοί και ο εκβιασμός του δεν έφερναν το αποτέλεσμα που ήθελε, δεν μπορούσε να γονατίσει το Κόμμα μας και τον λαό, από το βήμα του 22ου Συνεδρίου κάλεσε ανοιχτά για την ανατροπή μέσω αντεπαναστατικού πραξικοπήματος της ηγεσίας του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, για την διάλυση του Κόμματος, κάτι που ανέλαβε ο ίδιος να κάνει ακόμα και όταν αυτό το ζήτημα είναι δουλειά των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών χωρών, επειδή αυτός το θεωρεί επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις. Είπε: “Για να μπει ένα τέλος στην προσωπολατρία σημαίνει για το Σιέχου, τον Χότζια και άλλους εγκατάλειψη στην ουσία των υπεύθυνων θέσεων στο κόμμα και στο κράτος. Αλλά αυτοί δεν θέλουν να το κάνουν αυτό. Ωστόσο είμαστε πεισμένοι ότι θα έρθει η ώρα που ο Αλβανοί κομμουνιστές, που ο Αλβανικός λαός, θα πει τον λόγο του και τότε οι Αλβανοί ηγέτες θα πρέπει να δώσουν λόγο για την ζημιά που προκάλεσαν στην χώρα τους, στον λαό τους, στην υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Αλβανία”. Ο Αλβανικός λαός και οι Αλβανοί κομμουνιστές έδωσαν την απάντηση στον Ν. Χρουτσόφ μέσω εκατοντάδων και χιλιάδων τηλεγραφημάτων και επιστολών, μέρος των οποίων δημοσιεύτηκε στο τύπο μας.
Το Κόμμα μας και ο λαός άκουγαν συνέχεια για 17 χρόνια στη σειρά προτροπές για την ανατροπή της λαϊκής μας εξουσίας, για την διάλυση του Κόμματός μας και της ηγεσίας του. Άκουγαν και τις ακούν κάθε χρόνο από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, από τον Αμερικάνικο, Βρετανικό και άλλους ιμπεριαλιστές, από το ισπανικό ραδιόφωνο “Εθνικιστική Ισπανία”, από την Τιτοϊκή προδοτική ρεβιζιονιστική συμμορία, από τους Έλληνες μοναρχοφασίστες κλπ. Αυτοί σχεδίασαν και συνωμοσίες για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ακούσαμε τώρα τέτοιες προτροπές και από τον Νικίτα Χρουτσόφ, που στην πραγματικότητα ενώνεται με αυτούς στην εχθρική τους δράση ενάντια στον Αλβανικό λαό και το Κόμμα του Εργασίας. Που στήριζαν οι ιμπεριαλιστές και τα όργανά τους την δράση τους ενάντια στην λαϊκή εξουσία και το Κόμμα στην χώρα μας; Ο στρατός τους αποτελούνταν από τα αποβράσματα της κοινωνίας μας, τα εκφυλισμένα και αντικομματικά στοιχεία, από ανθρώπους πουλημένους στις ξένες ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες, τους οποίους ο λαός φέρνει στην μνήμη του με συναισθήματα βαθιού μίσους, περιφρόνησης και καταφρόνιας. Αυτός θα είναι και ο στρατός του Νικίτα Χρουτσόφ. Και δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Όλος ο λαός μας, γέροι και νέοι, όλοι οι τίμιοι και πατριώτες άνθρωποι της πατρίδας μας, άνθρωποι του Κόμματος και μη, συντάχτηκαν σήμερα περισσότερο από ποτέ γύρω από το ένδοξο Κόμμα μας και την σωστή Μαρξιστική – Λενινιστική γραμμή του, που εκφράζει τα ζωτικά συμφέροντα του λαού μας και ανταποκρίνεται στα κοινά συμφέροντα της μεγάλης μας υπόθεσης, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Μπροστά στην σιδερένια ενότητα του Κόμματός μας και του λάου μας, μπροστά σε αυτή την ακατανίκητη δύναμη, θα αποτύχουν επαίσχυντα όλες οι εχθρικές ενέργειες και οι βάρβαρες επεμβάσεις του Νικίτα Χρουτσόφ όπως απέτυχαν νωρίτερα και πάντα θα αποτυγχάνουν τελείως οι εχθρικές ενέργειες και όλες οι συνωμοσίες των ιμπεριαλιστών, των Γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών, των Ελλήνων μοναρχοφασιστών και άλλων εχθρών του Αλβανικού λαού, του Κόμματός του Εργασίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας Αλβανίας.
Στο 22ο Σύνεδρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ο Ν. Χρουτσόφ κατηγόρησε το Κόμμα μας και την ηγεσία του για αντι-Σοβιετισμό, θεωρώντας κάθε παρατήρηση και κριτική των αντι-Μαρξιστικών του απόψεων και ενεργειών, που έγιναν σε κομματικές συνδιασκέψεις και σύμφωνα με τους Λενινιστικούς κανόνες, επίθεση ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και τους Σοβιετικούς λαούς. Αυτή είναι τερατώδη συκοφαντία και διαστρέβλωση. Το Κόμμα μας και ο λαός μας για 20 χρόνια στη σειρά διαπαιδαγωγηθήκαν στο πνεύμα της απεριόριστης αγάπης και ακλόνητης πίστης στην ένδοξη Σοβιετική Ένωση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Εκδήλωσαν αυτήν την αγάπη τους και αφοσίωση με πράξεις στην κοινή τους πάλη ενάντια στον φασισμό, στις κοινές προσπάθειες για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας, για την ειρήνη και την λευτεριά των λαών, την έδειξαν με την αταλάντευτή τους και αρχιακή πάλη ενάντια στους κοινούς μας εχθρούς – τους ιμπεριαλιστές και τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό, ιδιαίτερα μετά του 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και μετά την αντεπανάσταση στην Ουγγαρία, όταν οι εχθροί του σοσιαλισμού εξαπέλυσαν άγριες επιθέσεις και συκοφαντίες ενάντια στο Σοβιετικό καθεστώς και τους Σοβιετικούς στρατιώτες μετά την επίθεσή τους. Ολόκληρη η εικοσάχρονη ηρωική πάλη και ακούραστη δράση του κόμματός μας και του λαού μας για την συνεχή σφυρηλάτηση και ενίσχυση της Αλβανο-Σοβιετικής φιλίας δεν μπορεί να βγει από την μέση τόσο εύκολα μέσω κάποιων αναπόδεικτων κατηγόριων και ποταπών συκοφαντιών. Η Αλβανο-Σοβιετική φιλία έχει βαθιές ρίζες, θα ζει στους αιώνες, αντίθετα με τις επιθυμίες και τις προσπάθειες αυτών που μας κριτικάρουν.
Ποιος πραγματικά υπερασπίζει την Σοβιετική Ένωση και το γόητρό της, ο Νικίτα Χρουτσόφ, που με τις μη αρχιακές επιθέσεις και συκοφαντίες ενάντια στον Ι.Β. Στάλιν δυσφήμισε την ένδοξη Σοβιετική Ένωση, παρουσιάζοντάς την σαν χώρα όπου κυριαρχούσε η πιο άγρια τρομοκρατία, η ίδια όπως στην Χιτλερική Γερμανία, ή το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας που υπεράσπισε και υπερασπίζει την Σοβιετική Ένωση από τις άγριες επιθέσεις της ιμπεριαλιστικής και ρεβιζιονιστικής προπαγάνδας, που ο Νικίτα Χρουτσόφ την εφοδίασε με όπλα; Ποιος υπερασπίζει την Σοβιετική Ένωση και το γόητρό της, ο Νικίτα Χρουτσόφ που με τις αντι-Μαρξιστικές του ενέργειες, επιθέσεις, πίεση και αποκλεισμούς ενάντια στην Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας προμηθεύει με όπλα τους ιμπεριαλιστές να σπιλώνουν στην παγκόσμια κοινή γνώμη την Σοβιετική Ένωση και το Κομμουνιστικό της Κόμμα, ή το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, που απόδειξε και αποδεικνύει ότι οι αντι-Μαρξιστικές του ενέργειες δεν έχουν τίποτα το κοινό με τις αρχές και τις διεθνιστικές παραδόσεις της ένδοξης Σοβιετικής Ένωσης και του μεγάλου της Κόμματος του Λένιν, ότι αυτές είναι ατυχής και προσωρινή ασθένεια στο υγιές της σώμα.
Το Κόμμα μας άκουσε με υπομονή ότι ειπώθηκε στο 22ο Συνέδριο στην επίσημη ομιλία του. Και εμείς επίσης, λέμε τις δικές μας απόψεις ως αναφορά αυτό το ζήτημα. Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, με ηρεμία και πλήρη συνείδηση, απευθύνεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, απευθύνεται στην νέα Κεντρική Επιτροπή που εκλέχτηκε στο 22ο Συνέδριο να κρίνει με Λενινιστική δικαιοσύνη, με αντικειμενικότητα και ψυχραιμία, όχι μονόπλευρα, την κατάσταση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις μεταξύ των δυο κομμάτων μας και των δυο χωρών μας. Το Κόμμα μας πάντα ήταν έτοιμο, για χάρη της ενότητας του Κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, των συμφερόντων των χωρών μας, να διευθετήσει τις υπάρχουσες διαφορές. Αλλά πάντα ήταν και είναι της γνώμης ότι αυτά τα ζητήματα πρέπει να λυθούν σωστά και μόνο με Μαρξιστικό – Λενινιστικό τρόπο, σε συνθήκες δικαιοφροσύνη και όχι πίεσης και υπαγόρευσης. Ελπίζουμε και είμαστε πεισμένοι στο αίσθημα δικαίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Το Κόμμα μας και ο λαός μας, άσχετα από τις επιθέσεις, τις συκοφαντίες και τις εχθρικές ενέργειες που κατευθύνονται εναντίον μας, θα φυλά άθικτα στις καρδιές τους τα αγνά αισθήματα φιλίας με τους αδελφούς λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Το Κόμμα μας μας δίδαξε να αγαπάμε την Σοβιετική Ένωση, την πατρίδα των μεγάλων Λένιν και Στάλιν, και στους καλούς και στους δύσκολους καιρούς. Για μας η ένδοξη Σοβιετική Ένωση και ο Σοβιετικός λαός, το μεγάλο κόμμα των μπολσεβίκων, ήταν, είναι και συνεχίζει να είναι οι πιο αγαπητοί φίλοι στις καρδιές μας, οι απελευθερωτές από τον φασιστικό ζυγό, οι πιστοί μας και αποφασιστικοί σύμμαχοι στην πάλη για την ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού στην χώρα μας. Με την Σοβιετική Ένωση, με τον Σοβιετικό λαό, με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης είμαστε και θα είμαστε συνδεδεμένοι για πάντα. Το Κόμμα μας και ο λαός μας παρακολουθούσαν και παρακολουθούν με μεγάλη συμπάθεια τις ένδοξες επιτυχίες και προσπάθειες που επιτευχθήκαν από τους Σοβιετικούς λαούς, κάτω από την καθοδήγηση του ενδόξού τους Κομμουνιστικού Κόμματος, σε όλα τα πεδία της κομμουνιστικής οικοδόμησης και τις θεωρούν επίσης ως νίκες του Αλβανικού λαού στην κοινή πάλη για το θρίαμβο της μεγάλης υπόθεσης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Είμαστε βαθιά πεισμένοι ότι οι στόχοι και τα καθήκοντα που μπήκαν από το 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης θα εκπληρωθούν όπως πάντα με επιτυχία, για το κάλο των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, για το καλό της ιερής υπόθεσης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, για την ειρήνη και την λευτεριά των λαών όλου του κόσμου.
Το Κόμμα μας και ο λαός μας, όπως πάντα, θα αγωνιστούν για την υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ενωμένοι με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, μαζί με τους αδελφούς λαούς της Σοβιετικής Ένωσης, μαζί με τον αδελφό Κινέζικο λαό, μαζί με όλους τους λαούς των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Σύντροφοι!
Ολόκληρη η εικοσάχρονη ζωή και δράση του Κόμματός μας, όπως επίσης τα γεγονότα της σημερινής πραγματικότητας, δείχνουν καθαρά ότι το Κόμμα μας είχε πάντα σωστή γενική γραμμή, ότι σε σχέση με τα τωρινά σημαντικά ζητήματα που απασχολούν επίσης το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα σε σχέση με το ζήτημα των Αλβανο-Σοβιετικών σχέσεων, είχε σωστές Μαρξιστικές – Λενινιστικές και διεθνιστικές θέσεις.
Είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι αυτοί εκφράζουν την αληθείας. ο λαός μας και το Κόμμα, ενωμένα σαν ένα σώμα, με ψυχραιμία και καθαρή συνείδηση και ακλόνητη αποφασιστικότητα, και στο μέλλον επίσης θα ακολουθούν αταλάντευτα το σωστό τους δρόμο. Και σε αυτό τον δρόμο θα νικήσουν.
Εγγύηση για αυτό είναι ο ηρωικός μας και ακατάβλητος λαός μας, το ένδοξο κόμμα μας, το Κόμμα της λαϊκής επανάστασης, το Κόμμα που στην διάρκεια αυτών των 20 χρόνων νίκησε τον φασισμό και έφερε την λευτεριά στο λαό μας και στην πατρίδα, που θριάμβευσε επί της καθυστέρησης, επί της πείνας και της αμάθειας και έβαλε την χώρα μας στο δρόμο του σοσιαλισμού, της προόδου και του πολιτισμού, το Κόμμα που, σαν πιστό τέκνο του ηρωικού μας λαού, ματαίωσε κάθε πρόκληση και συνωμοσία που σκόπευαν την επιστροφή στην σκλαβιά και την φτώχεια των σπιτικών μας. Εγγύηση των μελλοντικών νικών μας θα είναι η υποστήριξή μας και η φιλία με τους Σοβιετικούς λαούς, με τον Κινέζικο λαό, με όλους τους φιλικούς λαούς του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και άλλους, που με το Κόμμα μας, σαν κόμμα πιστό στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, ένωσε με ακατάβλητη και ακατανίκητη φιλία τον μικρο μας αλλά ηρωικό λαό.
Αντιμετωπίζουμε κάποιες προσωρινές δυσκολίες λόγω του γεγονότος ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο τις επιθέσεις και τις μηχανορραφίες των ορκισμένων εχθρών μας, τις ΗΠΑ και τους άλλους ιμπεριαλιστές, τους συμμάχους και λακέδες του – τους Γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές, αλλά και επειδή πρέπει και να αποκρούσουμε επίσης τις νέες συκοφαντίες και επιθέσεις που γίνονται εναντίον μας. Αλλά οι δυσκολίες ποτέ δεν μας φόβισαν και ποτέ δεν λύγισαν ούτε το Κόμμα μας ούτε τον λαό μας. Ενωμένοι γύρω από το Κόμμα, ενισχύοντας την επαγρύπνηση, πολλαπλασιάζοντας τις προσπάθειές μας για να εκπληρώσουμε, ακόμα καλύτερα από ποτέ, τα καθήκοντα για την εκπλήρωση του κρατικού πλάνου σε όλα τα πεδία, θα τα καταφέρουμε. Είμαστε πεπεισμένοι ότι σε αυτή την πάλη και σε αυτές τις προσπάθειες θα έχουμε την υποστήριξη όλων των φίλων μας, όλων των λαών των σοσιαλιστικών χωρών, συμπεριλαμβανόμενου πρώταπρώτα του Σοβιετικού λαού, που αργά ή γρήγορα θα δουν ότι τα χτυπήματα που κατευθύνονται ενάντια στο Κόμμα μας και τον λαό μας είναι άδικα, είναι επικίνδυνα για όλους τους κομμουνιστές του κόσμου.
Με αυτή τη πεποίθηση γιορτάζουμε την μεγάλη γιορτή της 44ης επετείου της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και την μεγάλη γιορτή της 20ης επετείου από την ίδρυση του ένδοξου Κόμματός μας. Με αυτή τη πεποίθηση, με την επαναστατική σημαία του νικηφόρου Λενινισμού, με ξεδιπλωμένη την σημαία του ηρωικού μας Κόμματος, θα προχωρήσουμε μπροστά με σίγουρα βήματα προς νέες νίκες, για τον ένδοξο ΜαρξισμόΛενινισμό, για τον ένδοξο κομμουνισμό, για την δόξα της σοσιαλιστικής μας πατρίδας,

Ζήτω η 44η επέτειος της μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης!
Ζήτω η 20η επέτειος του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας!
Δόξα στο νικηφόρο Μαρξισμό – Λενινισμό, την σημαία των νικών του Κόμματός μας και του λαού μας!
Ζήτω στον ηρωικό και ακατάβλητο λαό μας!
Δόξα στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας!


(Από το βιβλίο “Ενβέρ Χότζια, Ομιλίες”, Αγγλική Έκδοση, σελ. 200)