Σελίδες

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ναζιφασιστική Κατοχή - Πως ΔΕΝ προδόθηκε ο αγώνας του γειτονικού Αλβανικού λαού


Το κείμενο αυτό περιγράφει πως ΔΕΝ προδόθηκε ο αγώνας του γειτονικού Αλβανικού λαού την ιστορική περίοδο της ναζιφασιστικής κατοχής. (Σημ. Μεταφρ.)


Ζητήματα των Σχέσεων του Αντιφασιστικού Εθνικού Απελευθερωτικού Πολέμου του Αλβανικού Λαού με τις Μεγάλες Δυνάμεις της Παγκόσμιας Αντιφασιστικής Συμμαχίας



Shyqyri Ballvora
Διδάκτωρ Ιστορικών Επιστημών
Αλβανία Σήμερα, νο 5, 1985
Η μεγαλειώδης πάλη ενάντια στους φασίστες επιτιθέμενους και τις επιθετικές και επεχτατικές πολιτικές τους είχε σαν συνέπεια μια ολόπλευρη κινητοποίηση των πλατιών μαζών του λαού, νέα ανακατάταξη των πολιτικών δυνάμεων και μεγάλες αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις. Δημιουργήθηκε ένα παγκόσμιο αντιφασιστικό μέτωπο, στο οποίο πήραν μέρος πολλά κράτη και πλατιά αντιφασιστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των χωρών που βρίσκονταν υπό φασιστική κατοχή, με κοινό σκοπό την εξολόθρεψη του φασισμού.


Κάθε λαός και κάθε χώρα έχει την δικιά της εμπειρία σε σχέση με τους τις συμμαχίες που έπρεπε να κάνει με άλλους λαούς και χώρες όταν έπρεπε να αγωνιστούν ενάντια σε κοινό εχθρό. Και ο λαός μας σε αυτό τον τομέα, επίσης, έχει την δικιά του εμπειρία με εξωτερικούς συμμάχους για την αντίσταση στους κοινούς εχθρούς. Όμως η ιστορική εμπειρία του λαού μας δείχνει οι στις περισσότερες περιπτώσεις ο Αλβανικός λαός δεν βρήκε κατανόηση των προσπαθειών του, όποτε έπρεπε να προχωρήσει στο δρόμο της ιστορίας στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, στην αποφασιστική του πάλη για λευτεριά και ανεξαρτησία. Στο πρόσφατο παρελθόν οι Μεγάλες Δυνάμεις μεταχειρίστηκαν την Αλβανία σαν νόμισμα ανταλλαγών. Ακόμα και εκείνα τα κράτη που παρίσταναν του συμμάχους της συχνά τσαλαπάτησαν τα εθνικά συμφέροντα του Αλβανικού λαού με μυστικά παζάρια στα παρασκήνια και έκαναν διαπραγματεύσεις για τα εθνικά εδάφη και δικαιώματα του Αλβανικού λαού, ζημιώνοντας έτσι την λευτεριά και ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Οπότε, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας, η μόνη πολιτική δύναμη που καθοδήγησε και οργάνωσε τον Αντιφασιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο του Αλβανικού λαού, δεν μπορούσε παρά να κατάφερνε να κρατήσει ζωντανή αυτή την εμπειρία, την απογοήτευση του Αλβανικού λαού από εκείνα τα κράτη που παρίσταναν τους συμμάχους του και τους εγγυητές της λευτεριάς και ανεξαρτησίας του.
Ο Αλβανικός λαός άρχισε τον πόλεμό του ενάντια στους φασίστες καταχτητές πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πολύ πριν την δημιουργία του Αντιφασιστικού Συνασπισμού των Μεγάλων Δυνάμεων.
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα στην Αλβανία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ως κίνημα χωρίς την παρότρυνση και παρέμβαση από το εξωτερικό. Σαν συνέπεια, η πολιτική και η στρατηγική που επεξεργάστηκε το ΚΚΑ προέρχονταν μόνο από τα υψηλά εθνικά συμφέροντα και τις προσδοκίες των πλατιών μαζών του λαού.
Από την αρχή – αρχή το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας τόνισε την απόλυτη ανάγκη σύνδεσης του αντιφασιστικού απελευθερωτικού πολέμου του Αλβανικού λαού με τον παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο των λαών και των κρατών που αγωνίζονταν ενάντια στον φασισμό.
Στα προγραμματικά ντοκουμέντα του ΚΚΑ τονίζονταν ότι με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και, ειδικά, με την συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης σε αυτόν τον πόλεμο, η πολιτική και στρατιωτική συμμαχία των λαών και κρατών που πήρε την μορφή του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Συνασπισμού, η διεθνής αλληλεγγύη και η αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των λαών και των κρατών που αγωνίζονταν ενάντια στον φασισμό, έγιναν απαραίτητες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση πλήρους και γρήγορης νίκης επί των επιτιθέμενων φασιστικών κρατών. Το ΚΚΑ θεωρούσε τον παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο μεγάλη υποστήριξη προς τον Αλβανικό λαό και τους άλλους λαούς που στέναζαν από την φασιστική σκλαβιά.
Στα πρώτα βήματα της δράσης του το ΚΚΑ διακήρυξε ότι ο Αλβανικός λαός πρέπει να αγωνιστεί μέχρι τέλους και αταλάντευτα ενάντια στους φασίστες επιτιθέμενους συνεισφέροντας στον κοινό αγώνα για την εξολόθρεψη του φασισμού. Τον Ιούλιο του 1942, μιλώντας για τον μεγάλο σφρίγος του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου, ο Σύντροφος Ενβέρ Χότζια, ο αρχηγός του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου, τόνισε ταυτόχρονα ότι «ο Αλβανικός λαός δημιουργεί κοινό μέτωπο για να ξανακερδίσει την ελευθεριά του, ενώνει τις δυνάμεις του με εκείνες των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, της πατρίδας των εργατών και αγροτών, με εκείνους τους δημοκρατικούς λαούς, τους Βρετανούς και Αμερικάνους, μάχεται πλάϊ-πλάϊ με τους άλλους λαούς που είναι σκλαβωμένοι από τον φασισμό· ο Αλβανικός λαός παίρνει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τους φασίστες βαρβάρους.» (1)
Στις σχέσεις του με τους Μεγάλους Συμμάχους και τους λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στον φασισμό, το ΚΚΑ έβαλε στη βάση τις πολιτικής του τις αρχές της συνεργασίας και της αμοιβαίας βοήθειας στην πάλη ενάντια στον κοινό εχθρό, της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις τους ενός στον άλλον και εφάρμοσε αυτές τις αρχές με την μεγίστη αποφασιστικότητα και συνέπεια.
Εκτιμώντας την Αγγλο-Σοβιετο-Αμερικάνικη συμμαχία, γενικά, σαν αναγκαίο όρο για την επίτευξη γρήγορης και πλέριας νίκης επί των επιτιθέμενων φασιστικών κρατών, το ΚΚΑ, παρ’ όλα αυτά, κράτησε διαφορετική στάση προς τα μέλη του Αντιφασιστικού Συνασπισμού. Τα μέλη αυτού του Συνασπισμού ήταν κράτη με διαφορετικά κοινωνικά και πολιτικά συστήματα. Από την μια μεριά βρίσκονταν η Σοβιετική Ένωση, σοσιαλιστικό κράτος που ανεπιφύλακτα υποστήριζε τα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα των λαών του κόσμου. Η Σοβιετική Ένωση αγωνίζονταν εναντίον του φασισμού για να υπερασπίσει τις μεγάλες καταχτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης και για να βοηθήσει τους λαούς να απελευθερωθούν από την φασιστική σκλαβιά.
Στις εκτιμήσεις για την συμμαχία που ενσάρκωνε ο Μεγάλος Αντιφασιστικός Συνασπισμός, ο Σύντροφος Ενβέρ Χότζια λεει, «...Δεν έπρεπε να είμαστε ούτε σεχταριστές ούτε φιλελεύθεροι, αλλά θεωρώντας τον ωφέλιμο μέσα στα πλαίσια του αγώνα ενάντια στον Ναζισμό, ήταν απαραίτητο να μην ξεχάσουμε ποτέ τι αντιπροσώπευαν οι κυβερνήσεις των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικάνικης και της Μεγάλης Βρετανίας για τον λαό μας, να μην ξεχάσουμε ποτέ την βάρβαρη φύση τους σαν καπιταλίστες και αποικιοκράτες καταπιεστές, δεν έπρεπε να ξεχάσουμε τις αμέτρητες πληγές που κατάφεραν στο σώμα της Πατρίδας μας ... Έπρεπε να αγωνιστούμε για να κερδίσουμε την λευτεριά μας με θυσία και αιματοχυσία και δεν έπρεπε ποτέ να επιτρέψουμε σε ξένους εχθρούς να παίξουν με τις τύχες της χώρας μας και του λαού μας όπως στο παρελθόν.» (2)
Έτσι, αναγνωρίζοντας την Βρετανία και τις Ενωμένες Πολιτείες σαν συμμάχους στον κοινό αγώνα ενάντια στον φασισμό και αναγνωρίζοντας την συνεισφορά αυτών των δυο δυνάμεων στον πόλεμο εναντίον των φασιστικών κρατών, το ΚΚΑ και το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο ποτέ δεν ξεχάσαν τους σκοπούς τους για την εξασφάλιση της ηγεμονίας τους στο κόσμο μετά το τέλος του πολέμου. Η Βρετανία και οι Ενωμένες Πολιτείες ήθελαν οι πολιτικές ομάδες και οι κοινωνικές δυνάμεις που συνδέονταν με τους Αγγλο-Αμερικάνους να βγουν επικεφαλής του πιο ισχυρού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος σε κάθε χώρα έτσι ώστε, μετά τον πόλεμο, αυτές οι δυνάμεις να μπορούσαν να πάρουν την πολιτική εξουσία και να διατηρούσαν τα κοινωνικά και οικονομικά προνόμιά τους δένοντας αυτές τις χώρες στο άρμα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο Τσόρτσιλ είπε στον διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο, Στρατηγό Αλεξάντερ, ότι και η Αλβανία επίσης ήταν εύφορο έδαφος για την Βρετανία. Ως ο ηγέτης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ο Τσόρτσιλ προσπάθησε να διατηρήσει και επεκτείνει τις ζώνες επιρροής της Βρετανίας στην Ευρώπη και, ιδιαίτερα, τα Βαλκάνια. Σε αυτήν την κατεύθυνση η Αλβανία ήταν στο στόχαστρο της Βρετανικής διπλωματίας. Η Βρετανική κυβέρνηση σκέφτηκε ότι ήρθε η ώρα να επέμβει στην πολιτική ζωή της Αλβανίας για να θέσει αυτή την χώρα ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας υπό τον έλεγχό τους μετά τον πόλεμο.
Η πλήρης και ανεπιφύλακτη συμμετοχή του Αλβανικού λάου στον πόλεμο ενάντια στον φασισμό εντυπωσίασε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Η Βρετανική και Αμερικάνικη κυβέρνηση, ενδιαφέρθηκαν άμεσα για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Αλβανία και αγωνιώντας να μην τους ξεφύγει από τον έλεγχο, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τον απελευθερωτικό πόλεμο του Αλβανικού λαού, θεωρώντας έτσι την Αλβανία όχι μόνο de facto αλλά και de jure ενεργό μέλος του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Συνασπισμού.
Τον Δεκέμβρη του 1942 οι υπουργοί εξωτερικών της Βρετανίας και των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής δήλωσαν επίσημα ότι δεν αναγνώριζαν καμιά διεκδίκηση του Ιταλικού ιμπεριαλισμού επί της Αλβανίας και ότι ήθελαν να δουν αποκαταστημένη την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Η Σοβιετική κυβέρνηση έκανε άλλη δήλωση στην οποία εξέφρασε την ειλικρινή της επιθυμία για την απελευθέρωση της Αλβανίας, την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της και την συμπαράσταση και την εκτίμησή της για τον πόλεμο του Αλβανικού λαού ενάντια στους καταχτητής της χώρας του.
Οι επίσημες δηλώσεις των τριών κυριότερων Δυνάμεων του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Συνασπισμού που εκτίμησαν εξαιρετικά τον απελευθερωτικό πόλεμο του Αλβανικού λαού και εκφράστηκαν υπέρ της αποκατάστασης της ανεξαρτησίας της Αλβανίας είχε ιδιαίτερη ιστορική σημασία επειδή αυτός οι Δυνάμεις δεσμεύονταν δημοσία να σεβαστούν την ανεξαρτησία της Αλβανίας και να αναγνωρίσουν τον επαναστατημένο Αλβανικό λαό σαν σύμμαχό των εθνών και των κρατών μελών του Μεγάλου Αντιφασιστικού Συνασπισμού. Ξεκινώντας από την ιστορική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε στην Αλβανία, η Βρετανική και Αμερικανική κυβέρνηση προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις πολιτικές περιστάσεις, οπότε οι δηλώσεις τους, μαζί με την αναγνώριση του αντιφασιστικού πολέμου του λαού μας, περιείχαν επίσης και ουσιαστικές επιφυλάξεις. Ενώ η δήλωση της Σοβιετικής Ένωσης αναγνώριζε την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας ανεπιφύλακτα και χωρίς κανένα όρο, η δήλωση της Μεγάλης Βρετανίας και των Ενωμένων Πολιτειών έβαζε την Αλβανία μετά τον πόλεμο να εξαρτάται από οποιαδήποτε συμφωνία που θα γινόταν ανάμεσα στα Βαλκανικά κράτη στο μέλλον· επιπλέον, οι Δυτικές κυβερνήσεις έβλεπαν το ζήτημα των Αλβανικών συνόρων σαν ζήτημα που έπρεπε να λυθεί στην Σύνοδο Ειρήνης μετά τον πόλεμο.
Η στάση τους προς στην Αλβανία βασίζονταν, όπως πάντα, στην παραδοσιακή ιμπεριαλιστική αρχή της μεταχείρισης των μικρότερων εθνών σαν νόμισμα συναλλαγής.
Στην ειδική περίπτωση της Αλβανίας, ο σκοπός τους ήταν, πρώτο, να εξαλείψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα από την ηγεσία του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου του Αλβανικού λαού, δεύτερο, να επιβάλουν την πολιτική τους στον Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο στην Αλβανία και τρίτο, να βάλουν τις πολίτικες ομάδες τις συνδεδεμένες με τους Αγγλο-Αμερικάνους επικεφαλής του αγώνα του λαού έτσι ώστε να εμποδίσουν την νίκη της λαϊκής επανάστασης και να χειριστούν “την ανεξαρτησία της Αλβανίας” σύμφωνα με τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα, στις ιστορικές συνθήκες που θα δημιουργούνταν μετά την νίκη επί των φασιστικών κρατών. Τα Βρετανικά και Αμερικανικά σχέδια για τον διακανονισμό των Βαλκανίων μετά τον πόλεμο προέβλεπαν επισης την ικανοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεων των Σερβικών και Ελληνικών μοναρχιών για την καταστροφή της Αλβανίας.
Ένας από τους λόγους για τον οποίο η Βρετανική και η Αμερικάνικη διπλωματία δεν επέμεναν στην δημιουργία μιας εξόριστης “Αλβανικής κυβέρνησης” ήταν επίσης και το γεγονός ότι ήθελαν να έχουν τα χέρια τους ελεύθερα για την στάση τους απέναντι στην Αλβανία μετά τον πόλεμο και, ειδικά, ήθελαν, όπως παραδέχτηκε ο υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας, “να μη θίξουν τις εξόριστες Ελληνικές και Γιουγκοσλαβικές κυβερνήσεις”, επειδή έτσι θα επηρεάζονταν πολύ άσχημα οι σχέσεις με αυτές, καθώς είχαν το διαμελισμό της Αλβανίας στα κύρια θέματα των προγραμμάτων τους. Εκτός από αυτό, η δημιουργία εξόριστης “Αλβανικής κυβέρνησης” με τον Ζόγου ή χωρίς αυτόν, όπως πρόβλεπαν οι ίδιοι οι Βρετανοί διπλωμάτες, μπορεί να ξεσήκωνε έντονα αισθήματα αγανάκτησης προς στην Βρετανική πολιτική προς την Αλβανία.
Στο μεταξύ, ξεκινώντας από τον Απρίλη το 1943, η Βρετανική κυβέρνηση έστειλε στρατιωτικές της αποστολές στην Αλβανία οι οποίες επρόκειτο να παρακολουθούν τον Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο του Αλβανικού λαού από κοντά και να ενθαρρύνουν και υποστηρίζουν τις φιλο-Αγγλο-Αμερικάνικες πολιτικές ομάδες μέσω των οποίων σκόπευαν να προωθήσουν τους στόχους τους. Μόνο τον Ιούνιο του 1943 αυτές οι αποστολές συνδεθήκαν επίσημα με το Εθνικοαπελευθερωτικό Γενικό Συμβούλιο και, μετά την δημιουργία του Γενικού Επιτελείου του Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού, έδωσαν τα διαπιστευτήριά τους σε αυτό. Εκ μέρους της Συμμαχικής Διοίκησης Μεσογείου οι συμμαχικές αποστολές είπαν στους επικεφαλής του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου του Αλβανικού λαού ότι το καθήκον τους ήταν να γνωρίσουν την κατάσταση στην Αλβανία από κοντά και να βοηθήσουν με όπλα και άλλα υλικά τις πολιτικές δυνάμεις που μάχονταν ενάντια στον Ιταλικό στρατό που ήταν εχθρός και των δυο πλευρών.
Όμως, ο αληθινός σκοπός τους ήταν να υποτάξουν το Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Αγγλο-Αμερικάνικη πολιτική και στρατηγική, να υποστηρίξουν τις αντιδραστικές δυνάμεις της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων, να τις αντιπαραθέσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα που ήταν επικεφαλής και καθοδηγούσε το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο, τον απελευθερωτικό πόλεμο του Αλβανικού λαού.
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΑ, όταν είδε ότι οι συμμαχικές αποστολές επενέβαιναν όλο και πιο πολύ στις εσωτερικές μας υποθέσεις και υποστήριζαν ανοιχτά τους εχθρούς του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου, έδωσε οδηγίες με τις ντιρεκτίβες της 3ης Νοεμβρίου 1943:
Σε πολλές περιοχές υπάρχουν Βρετανικές αποστολές που προσπαθούν να χώσουν τη μύτη τους στις πολίτικες μας υποθέσεις και ιδιαίτερα στις εσωτερικές μας οργανωτικές και στρατιωτικές μας υποθέσεις. Προσπαθούν να ενώσουν τους αντιδραστικούς, να τους οργανώσουν για να τους χρησιμοποιήσουν στην περίπτωση μιας απόβασης εδώ. Οι Βρετανοί αξιωματικοί φέρνουν σε πέρας αυτή τη δουλειά κάποιες φορές ανοιχτά και κάποιες φορές μυστικά ... Πρέπει να συμπεριφερόμαστε σωστά προς αυτούς, και την ίδια στιγμή να κρατάμε μια ξεκάθαρη στάση. Δεν πρέπει να επιτρέπεται να επεμβαίνουν στις εσωτερικές μας υποθέσεις και δεν πρέπει με κανένα τρόπο να γίνονται αποδεκτοί σαν διαιτητές ανάμεσα σε εμάς και την αντίδραση.” (3)
Η κύρια αιτία διαφωνιών ανάμεσα στην ηγεσία του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου του Αλβανικού λαού και την Συμμαχική Διοίκηση Μεσογείου ήταν το γεγονός ότι η ηγεσία του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου στην Αλβανία δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να δεχτεί το αίτημα αυτής της διοίκησης όπως ο Εθνικοαπελευθερωτικός Πόλεμος του Αλβανικού λαού να υποταχθεί στην “συμμαχική (Αγγλο-Αμερικάνικη) στρατηγική”. Σύμφωνα με αυτή την στρατηγική, ο Αντιφασιστικός Εθνικοαπελευθερωτικός Πόλεμος στην Αλβανία θάπρεπε να φέρνει σε πέρας μόνο στρατιωτικά, όχι πολιτικά, καθήκοντα. Όσο για το πολιτικό μέλλον της Αλβανίας, σύμφωνα με τους Βρετανούς και Αμερικάνους πολιτικούς, θα αποφασίζονταν στη Διεθνή Σύνοδο για την Ειρήνη μετά τον πόλεμο. Επιπλέον η Συμμαχική Διοίκηση Μεσογείου ζήτησε από τον Αλβανικό Εθνικοαπελευθερωτικό Στράτο ο πολεμός του να μην έπαιρνε χαρακτήρα γενικής εξέγερσης αλλά να περιορίζονταν σε ενέργειες τακτικής κλίμακας, σε μικρής κλίμακας μεμονωμένα χτυπήματα στους δρόμους επικοινωνίας του εχθρού. Η Συμμαχική Διοίκηση Μεσογείου επέμενε επίσης στο ότι πριν από κάθε στρατιωτική ενέργεια των σχηματισμών του Εθνικοαπελευθερωτικού Στράτου έπρεπε να παίρνονταν η έγκριση των Βρετανών αξιωματικών – συνδέσμων και ότι, ιδιαίτερα, τα στρατιωτικά τμήματα του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στράτου Αλβανίας δεν θα αναλάμβαναν καμιά δράση ενάντια στις δοσίλογες δυνάμεις του Kombëtar, Legaliteti κλπ, επειδή οι Αγγλο-Αμερικάνοι σύμμαχοι θεωρούσαν αυτές τις ενέργειες σαν εμφύλιο πόλεμο ο οποίος ήταν ενάντια στα σχέδια των συμμάχων.
Αυτές οι απαιτήσεις της Συμμαχικής Διοίκησης Μεσογείου θεωρήθηκαν σαν επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του πολέμου του Αλβανικού λαού. Η Γενική Διοίκηση του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στράτου Αλβανίας έκανε ξεκάθαρο στην Συμμαχική Διοίκηση Μεσογείου ότι ο Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός Αλβανίας δεν δεχόταν ούτε διαταγές, ούτε έλεγχο, ούτε στρατηγικά σχέδια από έξω. Οι στρατιωτικές ενέργειες του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στράτου Αλβανίας, είτε στρατηγικού, είτε μάχης είτε τακτικού χαρακτήρα, ήταν άμεση εφαρμογή των στρατιωτικών σχεδιασμών του Γενικού Επιτελείου και της Γενικής Διοίκησης του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στράτου Αλβανίας. Ο Αντιφασιστικός Εθνικοαπελευθερωτικός Πόλεμος του Αλβανικού λαού είχε την δική του πολιτική και στρατηγική που επεξεργάζονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας.
Ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησε η Αγγλο-Αμερικάνικη διοίκηση για να ασκήσει πίεσή στην Γενική Διοίκηση του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού ήταν η προμήθειες όπλων, τροφής και ρουχισμού για τον Αντιφασιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Στρατό. Νόμισε ότι η τύχη του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου στην Αλβανία εξαρτιόνταν από αυτές τις προμήθειες, οπότε τις χρησιμοποίησε ως μέσο πίεσης για να αναγκάσει την ηγεσία του πολέμου του Αλβανικού λαού να δεχτεί τους όρους που έβαζε η Συμμαχική Διοίκηση Μεσογείου, δηλαδή, να δεχτεί την πολιτική και τον στρατηγικό σχεδιασμό που επέβαλαν οι Αγγλο-Αμερικάνοι.
Η Διοίκηση του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στράτου ποτέ δεν δέχτηκε τους όρους που τεθήκαν από την Συμμαχική Διοίκηση Μεσογείου. Για αυτό το λόγο, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου το ξεκαθάρισε στους παρτιζάνους διοικητές του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού, “Μη επιτρέπετε στους εαυτού σας να εξαπατηθούν από τις υποσχέσεις των Βρετανών. Είναι μόνο λόγια και δεν κρατούν τις υποσχέσεις τους. Θα διεξάγουμε τον πόλεμο με τα όπλα που θα κυριεύουμε από τον εχθρό”. (4) Στη διάρκεια όλης της περιόδου του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο καθοδηγούμενο από το ΚΚΑ έδρασε με αυστηρή τήρηση του πνεύματος του Μεγάλου Αντιφασιστικού Συνασπισμού, εφαρμόζοντας με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια τους κανόνες και τις αρχές που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του Συνασπισμού.
Οι Βρετανοί και Αμερικάνοι και, πιο πρόσφατα, οι Σοβιετικοί συγγράφεις προσπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν, ακόμα και να αρνηθούν τον σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου του Αλβανικού λαού στην απελευθέρωσή της χώρας και στην απόκτηση της εθνικής της ανεξαρτησίας. Δηλώνουν ανοιχτά και κατηγορηματικά ότι η Αλβανία χρωστά την απελευθέρωσή της μόνο στον πόλεμο των Μεγάλων δυνάμεων μελών του Αντιφασιστικού Συνασπισμού, ότι ο μοναδικός αποφασιστικός παράγοντας για την απελευθέρωση της Αλβανίας ήταν ο πόλεμος των Μεγάλων Συμμάχων. Η Αλβανική ιστοριογραφία πάντοτε τόνιζε την αποφασιστική συμβολή του πολέμου του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Συνασπισμού, ιδιαίτερα του πολέμου των λαών της Σοβιετικής Ένωσης καθοδηγούμενων από τον Ι.Β. Στάλιν στην ήττα του φασισμού. Ωστόσο, η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ο θρίαμβος της λαϊκής επανάστασης στην Αλβανία ήταν πρώτα – πρώτα το αποτέλεσμα του τιτάνιου αγώνα του Αλβανικού λαού κάτω από την καθοδήγηση του ΚΚΑ. Στηριζόμενος στις δίκες του δυνάμεις και με την βοήθεια και υποστήριξη των εθνών μελών του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Συνασπισμού, πέτυχε την απελευθέρωση της χώρας του χωρίς την ανάγκη να έρθει ξένος στρατός στην χώρα μας. Ούτε ο Σοβιετικός Στρατός, ούτε άλλος συμμαχικός στρατός δεν πάτησε το πόδι του στην χώρα μας.
Με τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Περμετής (Μάιος 1944) η εξωτερική πολιτική του ΚΚΑ πήρε πλέρια τον χαρακτήρα κρατικής πολιτικής. Με τις ιστορικές του αποφάσεις το Συνέδριο της Περμετής, η πρώτη μεγάλη Εθνική Σύνοδος που βγήκε πραγματικά μέσα από τους κόλπους του λαού, έβαλε τα θεμέλια του νέου δημοκρατικού κράτους. Οι μεγάλες αλλαγές ιστορικής σημασίας προέκυψαν σαν αποτέλεσμα βαθιών επαναστατικών μετασχηματισμών, που καθόρισαν ολόκληρη την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της νέας κυρίαρχης και ανεξάρτητης Αλβανίας. Οι ενέργειες της Αλβανικής κυβέρνησης που προέκυψε από το Συνέδριο της Περμετής και οι σχέσεις της με τα άλλα κράτη δοκιμάστηκαν δημοσιά στο γεγονός ότι η Αλβανία για πρώτη φορά βγήκε στην διεθνή σκηνή ως πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος του οποίου η εξωτερική πολιτική βασίζονταν στις αρχές της πλήρους ισοτιμίας, της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, της διεθνούς αλληλεγγύης και αμοιβαίας βοηθείας με τους λαούς που αγωνίζονται για λευτεριά και ανεξαρτησία.
Το Συνέδριο της Περμετής έκφρασε την πλήρη εμπιστοσύνη του στην αντιφασιστική συμμαχία και στην ετοιμότητά της να φέρει τον αγώνα ενάντια στον φασισμό μέχρι την τελική νίκη.
Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Περμετής να “αναθεωρήσει όλες τις συμφωνίες με τα ξένα κράτη, να ακυρώσει όλες τις οικονομικές και πολιτικές δεσμεύσεις που δημιουργήθηκαν από την κυβέρνηση Ζόγου σε βάρος του Αλβανικού λαού και να συνάψει νέες συμφωνίες”, (7) και να μην αναγνωρίσει καμιά διεθνή συμφωνία ή σύμφωνο “που μπορεί να συνάφθηκε από τις αντιδραστικές κλίκες, είτε σαν πολιτική ομάδα είτε σαν κυβέρνηση μέσα ή έξω από την Αλβανία”, (8) έδειξαν καθαρά ότι ο Αλβανικός λαός δεν θα επέτρεπε κανενός είδους διαπραγμάτευση σε βάρος των εθνικών του συμφερόντων.
Οι ιστορικές αποφάσεις του Συνεδρίου της Περμετής και η δημιουργία του νέου Αλβανικού κράτους της λαϊκής δημοκρατίας επέτρεψαν στην Αλβανία να βγει στο σύστημα των διεθνών σχέσεων ως κυρίαρχο και πλήρως ανεξάρτητο κράτος.
Η εξωτερική πολιτική που επεξεργάστηκε το ΚΚΑ στην διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου και επικυρώθηκε από τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Περμετής ως επίσημη πολιτική του νέου Αλβανικού κράτους της λαϊκής δημοκρατίας έκφραζε με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο την αποφασιστικότητα του Αλβανικού λαού να μην επιτρέψει καμιά επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Αλβανίας και έτσι η Αλβανία γκρέμισε μια για πάντα όλες τις γέφυρες που απειλούσαν την λευτεριά, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του Αλβανικού λαού.
Η κυριαρχία και ανεξαρτησία του νέου Αλβανικού κράτους της λαϊκής δημοκρατίας ήταν πραγματικό ιστορικό γεγονός. Η διεθνής του αναγνώριση ήταν απλά φυσική και προέρχονταν από τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις των μελών του Αντιφασιστικού Συνασπισμού. Κατά συνέπεια, η στάση των κυβερνήσεων της Βρετανίας και των Ενωμένων Πολιτειών που δεν αναγνωρίσαν τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Περμετής και του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Συμβουλίου με την ιδιότητα προσωρινής κυβέρνησης που βγήκε μέσα από το Συνέδριο, ήταν εντελώς αυθαίρετη. Η στάση αυτών των κυβερνήσεων ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις διακηρύξεις του 1942 που αναγνώριζαν την πάλη του Αλβανικού λαού και δεσμεύτηκαν δημοσία να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Αλβανίας σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Συνασπισμού.
Οι Αγγλο-Αμερικάνοι όχι μόνο δεν αναγνωρίσαν τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Περμετής και την κυβέρνηση που προέκυψε από αυτό, αλλά σκάρωναν ακόμα και μηχανορραφίες και συνωμοσίες ενάντια στην εθνική ακεραιότητα της Αλβανίας, για τον διαμελισμό της. Πριν το Συνέδριο της Περμετής οι Δυτικοί σύμμαχοι εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες στο να θέσουν την Αλβανία υπό τον έλεγχο των προδοτικών οργανώσεων Μπαλί Κομπεντάρ και Λεγκαλιτέτι όπως επίσης και των μπαϊρακτάριδων των βορείων περιοχών. Αυτό φάνηκε, ανάμεσα στα άλλα, από το επίμονο αίτημα της Συμμαχικής Διοίκησης Μεσογείου ώστε η 1η Μεραρχία του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού Αλβανίας να μην περάσει στην Βόρεια Αλβανία και να επιτεθεί στις προδοτικές αντιδραστικές δυνάμεις που δρούσαν σε αυτή την ζώνη. Όμως, αυτό το αίτημα της Συμμαχικής Διοίκησης Μεσογείου απορρίφτηκε από την Γενική Διοίκηση του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού Αλβανίας. Αργότερα, όταν αυτές οι προδοτικές οργανώσεις ξεσκεπάστηκαν οριστικά και ήταν στα πρόθυρα του πλήρους αφανισμού τους, οι Αγγλο-Αμερικάνοι έψαχναν πρόσχημα για να αποβιβάσουν τα στρατεύματά τους στην Αλβανία. Η Αντιφασιστική Εθνικοαπελευθερωτική Επιτροπή, που διεκπεραίωνε τις λειτουργίες προσωρινής κυβέρνησης, κράτησε μια ξεκάθαρη και αδιάλλακτη στάση, μην επιτρέποντας καμιά επέμβαση της Αγγλο-Αμερικάνικης Διοίκησης Μεσογείου και των συμμαχικών στρατιωτικών απόστολων στις εσωτερικές υποθέσεις του Εθνικοαπελευθερωτικού Πόλεμου, ούτε η Αντιφασιστική Επιτροπή δέχτηκε να γίνει απόβαση στρατευμάτων αλεξιπτωτιστών στην Αλβανία. Όταν την παραμονή της απελευθέρωσης της Αλβανίας τα συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στα νοτιοδυτικά παράλια της Αλβανίας, η Γενική Διοίκηση του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού Αλβανίας τα ανάγκασε να αποσυρθούν από τις Αλβανικές ακτές.
Οι Αγγλο-Αμερικάνοι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την λαϊκή κυβέρνηση που προέκυψε από τον Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο ακόμα και όταν, στη 2η Σύνοδο των Αντιφασιστικών Εθνικοαπελευθερωτικών Συμβουλίων (Οκτώβρης 1944), μετατράπηκε σε Δημοκρατική Κυβέρνηση της Αλβανίας.
Με τον Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο ο Αλβανικός λαός, ενωμένος στο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο υπό την καθοδήγηση του ΚΚΑ, έβαλε τέρμα όχι μόνο στο καθεστώς των φασιστών καταχτητών, αλλά επίσης και στο καθεστώς των γαιοκτημόνων και της αστικής τάξης και κάθε εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό των μεγάλων Δυνάμεων.
Στις ιστορικές συνθήκες και περιστάσεις που δημιουργήθηκαν με την απελευθέρωση της χώρας, άνοιξε για την Αλβανία ο δρόμος της μετάβασης στο σοσιαλισμό, ο μόνος δρόμος για να διατηρήσει και αναπτύξει την ιστορική νίκη που πέτυχε με τον Αντιφασιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο, για να δυναμώσει και εδραιώσει την πλήρη κυριαρχία της και εθνική της ανεξαρτησία, για να εγγυηθεί την δημοκρατία για τις πλατιές μάζες του λαού, για να ξεφορτωθεί την καθυστέρηση και να εξασφαλίσει ολόπλευρη και γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας και του πολιτισμού της χώρας.
Η γραμμή της κυριαρχίας και της πλήρους εθνικής ανεξαρτησίας, σαν συστατικό μέρος της πολιτικής και στρατηγικής για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας στην βάση της στήριξης στις δυνάμεις μας, έχει τις βαθιές της ρίζες στον Αντιφασιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο του Αλβανικοί με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας.


1. Ενβέρ Χότζια, Τομ. 1, Τίρανα 1983, σελ. 97, 2η Αλβ. Εκδ.
2. Ενβέρ Χότζια, “Ο Αγγλο-Αμερικάνικος Κίνδυνος για την Αλβανια”, Τίρανα 1982, σελ. 19, Αγγλ. Εκδ.
3. “Κύρια Ντοκουμέντα του ΚΕΑ”, τομ. 1, Τιρανα 1971, σελ. 232, Αλβ. Εκδ.
4. “Ντοκουμεντα του Γενικου Επιτελειου και της Γενικης Διοικησης του Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατου της Αλβανιας”, τομ. 1, Τιρανα 1971, σελ. 37, 176, 180, Αλβ. Εκδ.

5. “Ντοκουμέντα των Ανώτατων Οργάνων της Επαναστατικής Εθνικοαπελευθερωτικής Κρατικής Εξουσίας (1942-1944)”, Τίρανα 1962, σελ. 157, Αλβ. Εκδ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου