Σελίδες

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Η στάση του ΚΕΑ προς τον Τιτοϊκό ρεβιζιονισμό


Η στάση του ΚΕΑ με επικεφαλής τον σ. Ε. Χότζια απέναντι στον Τιτοϊκό ρεβιζιονισμό την εποχή του ξεκινήματος του φλερτ Τιτοϊκών και Χρουτσοφικών ρεβιζιονιστών.

 
4ο Κεφάλαιο από του έργο του σ. Ε. Χότζια “Οι Χρουτσοφικοί”



4.

Η Λυδία λίθος .

Ο Χρουστσιόφ έχει στόχο τη Γιουγκοσλαβία. Το πρώτο σινιάλο του φλερτ: η σοβιετική επιστολή του Ιούνη του 1954· ο Χρουστσιόφ επιρίπτει το σφάλμα στο Ινφορμπυρό για την προδοσία της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας. Συχνή και εγκάρδια αλληλογραφία Χρουστσιόφ - Τίτο. Ο Χρουστσιόφ αποφασίζει να αποκαταστήσει τους αποστάτες. Η πρώτη εναντίωσή μας: οι επιστολές του Μάη και του Ιούνη του 1955. Συνομιλία με τον πρεσβευτή Λεβίτσκιν: «πώς μπορεί να παρθούν τόσο εύκολα και μονομερώς τέτοιες αποφάσεις;!» Επίμονη πρόσκληση για να «αναπαυθώ» στη Σοβιετική Ένωση! Συνάντηση με το Σουσλόφ. Ο Μικογιάν τηλεφωνεί τα μεσάνυχτα:«συναντήσου με τον Τέμπο, εξομαλύνετε τις διαφωνίες». Η συνάντηση με το Σ. β. Τέμπο.
Το Κόμμα μας και η ηγεσία του ανησυχούσαν για όλα όσα συνέβαιναν στη Σοβιετική Ένωση ύστερα από το θάνατο του Στάλιν. Ασφαλώς εκείνη την περίοδο, ιδιαίτερα πριν από το 20ο Συνέδριο, οι υποψίες μας βασίζονταν σε ιδιαίτερα στοιχεία, που οι σοβιετικοί ηγέτες τα συγκάλυπταν με ποτάμια δημαγωγίες. Όπως και να είναι όμως οι στάσεις τους στις συναντήσεις με μας, οι ενέργειες τους στο εσωτερικό και το εξωτερικό τραβούσαν την προσοχή μας. Ιδιαίτερα ανάρμοστο ήταν το φλερτ του Χρουστσιόφ με τον Τίτο. Εμείς, από μέρους μας, συνεχίζαμε να καταπολεμούμε με τη μεγαλύτερη σφοδρότητα το γιουγκοσλάβικο τιτοϊκό ρεβιζιονισμό και υπερασπίζαμε τη σωστή μαρξιστική - λενινιστική στάση του Στάλιν και του Ινφορμπυρό προς τους γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές ηγέτες. Αυτό το κάναμε όχι μόνο όσο ζούσε ο Στάλιν, αλλά και κατά τη μεταβατική περίοδο που πέρασε η Σοβιετική Ένωση μετά το θάνατο του Στάλιν, και όταν πέτυχε το πραξικόπημα του Χρουστσιόφ και όταν αυτός έκανε το νόμο, και όταν ανατράπηκε. Και τη στάση αυτή θα τηρούμε πάντα προς το γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό μέχρι την πλέρια ιδεολογική και πολιτική συντριβή του.
Εμείς παρακολουθούσαμε με μεγάλη επαγρύπνηση και προσοχή κάθε ενέργεια του Χρουστσιόφ. Από τη μια μεριά, παρατηρούσαμε ότι στη γενικότητα δε γίνονταν λόγος κατά του Στάλιν, αλλά γίνονταν λόγος για την ενότητα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου μ' επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση, ο Χρουστσιόφ μιλούσε με «βόμβες» ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, έκανε και καμιά έμμεση κριτική ενάντια στον τιτοϊσμό, ενώ από την άλλη, έσειε σ' αυτούς την άσπρη σημαία του συμβιβασμού και της υποταγής. Στην κατάσταση αυτή εμείς ακολουθούσαμε το δρόμο φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, παλεύαμε να διαφυλάξουμε και να δυναμώσουμε αυτή τη φιλία και αυτό για μας δεν ήταν ταχτική, αλλά ζήτημα αρχών. Μολαταύτα δεν αφήναμε αναπάντητες τις εσφαλμένες ενέργειες και τις παρεκκλίσεις γραμμής, όταν εκδηλώνονταν.
Για μας η πάλη ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και στο γιουγκοσλάβικο τιτοϊσμό ήταν η λυδία λίθος για την εκτίμηση από μαρξιστική σκοπιά της στάσης του Χρουστσιόφ και των χρουστσιοφικών. Στην πραγματικότητα ο Χρουστσιόφ φλυαρούσε ενάντια στον καπιταλισμό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αλλά σε μας δεν άρεσαν εκείνες οι τρεις ή πέντε καθημερινές συναντήσεις και δεξιώσεις με κάθε είδους αμερικάνους γερουσιαστές, δισεκατομμυριούχους και επιχειρηματίες. Ο Χρουστσιόφ είχε γίνει ένας κλόουν, που έδινε παραστάσεις όλη την ημέρα και καθημερινά, μειώνοντας την αξιοπρέπεια της Σοβιετικής Ένωσης.
«Τον εξωτερικό εχθρό — ξελαρυγγίζονταν ο Χρουστσιόφ στους λόγους του από το πρωί και μέχρι αργά τη νύχτα— τον έχουμε κάτω από το πόδια, τον κάμαμε ζάφτι, μπορούμε να τον κάμουμε στάχτη με ατομικές βόμβες». Η ταχτική του ήταν: να δημιουργούνταν ευφορία στο εσωτερικό, να αύξαινε το γόητρο της κλίκας του στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας και, ανεξάρτητα από τα «πομπώδικα λόγια» να αφήνονταν στους αμερικάνους και στην παγκόσμια αντίδραση να εννοήσουν ότι «Εμείς δεν είμαστε πια υπέρ της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, επιθυμούμε να συνεργαστούμε στενά με σας, έχουμε την ανάγκη σας και πρέπει να κατανοήσετε ότι αλλάζαμε χρώμα, κάνουμε μεγάλη στροφή. Σ' αυτή τη στροφή θα έχουμε δυσχέρειες, γι' αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να μας βοηθήσετε».
Το γιουγκοσλάβικο ζήτημα, που για μας ήταν ξεκάθαρο και γι' αυτό δε σαλεύαμε από τη στάση μας, για τους χρουστσιοφικούς είχε διακυμάνσεις, πλημμυρίδες και αμπώτιδες. Οι χρουστσιοφικοί εκεί βρίζονταν, εκεί συμφωνούσαν με τους γιουγκοσλάβους ηγέτες.
Όταν βρίζονταν με τους τιτοϊκούς, οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές έδιναν δίκιο σε μας, όταν συμφιλιώνονταν μ' αυτούς, προσπαθούσαν να μαλακώσουμε κι εμείς τη στάση μας έναντι των τιτοϊκών ρεβιζιονιστών.
Ο Χρουστσιόφ είχε καρφώσει το βλέμμα του στη γιουγκοσλάβικη ηγεσία και ήθελε με κάθε θυσία, αν όχι να την υποτάξει, να την εντάξει στις γραμμές του. Ασφαλώς στο πρόσωπο του Τίτο αναζητούσε ταυτόχρονα και τον ιδεολογικό σύμμαχο και τον ηγέτη που θα τον κρατούσε κάτω από την αμασχάλη σαν «μεγάλος αδερφός» που ήταν. Με άλλα λόγια για το Χρουστσιόφ ο Τίτο ήταν πολύ αγαπητός, γιατί πρώτος αυτός επετέθηκε ενάντια στο Στάλιν και απέρριψε το μαρξισμό-λενινισμό. Σ' αυτή την κατεύθυνση συνταυτίζονταν πλέρια, αλλά ενώ ο ηγέτης του Βελιγραδίου ενεργούσε χωρίς προσωπείο, ο Χρουστσιόφ ήθελε να τηρεί το προσωπείο. Στο διεθνή στίβο ο Τίτο είχε γίνει ο προσφιλής «κομμουνιστής» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου καπιταλισμού, οι οποίοι τον χόρταιναν με βοήθειες και πιστώσεις, ώστε να επιτίθεται ενάντια στο σοβιετικό κράτος και καθεστώς και να ξεπουλάει τη Γιουγκοσλαβία στα ξένα κεφάλαια.
Ο Χρουστσιόφ ήθελε να μανουβράρει με τον Τίτο σ' όφελος του, ώστε να μετριάσει λιγάκι τον τόνο ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς και να ελαττώσει τη μεγάλη όρεξη, που έδειχνε ο αμερικάνος πράχτορας του Βελιγραδίου για την υπονόμευση της σοβιετικής επιροής στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας, να διαδοθεί στη Γιουγκοσλαβία η επίδραση των χρουστσιοφικών ρεβιζιονιστικών απόψεων και να ανασχεθεί ο άμεσος προσανατολισμός της ηγεσίας του Βελιγραδίου προς το δυτικό τρόπο ζωής, προς τα αμερικάνικα κεφάλαια.
Ο Τίτο, από μέρους του, από καιρό ονειρεύονταν να μετατεθεί το κέντρο διεύθυνσης του τάχα κομμουνισμού από τη Μόσχα στο Βελιγράδι, το Βελιγράδι να αντικαταστήσει τη Μόσχα στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το σχέδιο του Τίτου έμεινε στάσιμο και τότε που αυτός τα χάλασε με το Στάλιν, ο οποίος ανακάλυψε και χτύπησε σκληρά το σατανικό έργο αυτού του αποστάτη. Το σχέδιο αυτό ο Τίτο το ξανάφερε στην επιφάνεια, με τη βοήθεια των αμερικάνων, τώρα που έβλεπε πως ο Νικήτα Χρουστσιόφ και η ομάδα του υπόσκαφταν το έργο του Λένιν και του Στάλιν.
Μεταξύ των δύο αυτών ηγετών του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, του Χρουστσιόφ και του Τίτο, θα διεξάγονταν μακρά και περίπλοκη αναμέτρηση, πότε ήπια και πότε σκληρή, άλλοτε με επιθέσεις και βρισιές και άλλοτε με χάδια και χαμόγελα. Αλλά τόσο όταν τσακώνονταν, όσο και όταν αγκαλιάζονταν καμιά πλευρά δεν ενεργούσε με βάση και προς το συμφέρον του μαρξισμού – λενινισμού, ανεξάρτητα από τα τάχα μαρξιστικά λόγια και συνθήματα, ανεξάρτητα από τους όρκους του Χρουστσιόφ, ότι τάχα πάλευε να ξαναφέρει τον Τίτο στις θέσεις του μαρξισμού - λενινισμού. Στη βάση των σχέσεων τους έστεκε ο αντικομμουνισμός' από τις θέσεις του αντικομμουνισμού οι δύο αυτοί καλαντάρηδες1 θα έκαναν τον παν να υποτάξουν ο ένας τον άλλο ο καθένας προς το συμφέρον του.
Το Κόμμα μας θα παρακολουθούσε βήμα προς βήμα αυτό το προτσές με τη μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Στην εξέλιξη αυτού του προτσές θα πείθονταν ακόμα περισσότερο ποιοι ήταν οι Χρουστσιόφ και οι χρουστσιοφικοί, τι αντιπροσώπευαν στη Σοβιετική Ένωση και στο διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα.
Τον Ιούνη του 1954 πήραμε το πρώτο σινιάλο πως η νέα σοβιετική ηγεσία άλλαξε την προηγούμενη γραμμή προς τον γιουγκοσλαβικό ρεβιζιονισμό.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στη Μόσχα η σοβιετική ηγεσία μας επέδωσε μακροσκελή επιστολή, υπογραμμένη από το Χρουστσιόφ, απευθυνόμενη προς τις κεντρικές επιτροπές των αδερφών κομμάτων, μέσω της οποίας μας πληροφορούσε σχετικά με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει η σοβιετική ηγεσία για το γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Παρόλο που η επιστολή έφερε την ημερομηνία 4 του Ιούνη και εμείς βρισκόμασταν από μέρες στη Μόσχα, μάλιστα στις 8 Ιούνη είχαμε και επίσημες συνομιλίες με τους κυριότερους σοβιετικούς ηγέτες, το πολύ σημαντικό πρόβλημα που έγειραν σ' αυτή την επιστολή ούτε καν μας το ανάφεραν. Όπως φαίνεται ο Χρουστσιόφ, που γνώριζε καλά την αποφασιστική και αταλάντευτη στάση μας έναντι των προδοτών του Βελιγραδίου, ήθελε να ενεργήσει απέναντί μας με προσοχή και βαθμιαία.
Διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια, ο Χρουστσιόφ και συντροφιά είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα, πως όλο το σφάλμα για την απόσπαση της Γιουγκοσλαβίας από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και για την «απομόνωση της εργατικής τάξης της Γιουγκοσλαβίας από τους κόλπους του εργατικού κινήματος» δεν το είχε άλλος παρά η «διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο ΚΚΓ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα» στα 1948. Σύμφωνα μ' αυτούς, η στάση που τηρήθηκε στα 1948 και 1949 έναντι του γιουγκοσλάβικου κόμματος ήταν εσφαλμένη, επειδή η στάση αυτή ώθησε τάχα «τους ιθύνοντες κύκλους της Γιουγκοσλαβίας να πλησιάσουν τις ΗΠΑ και την Αγγλία» (!), να συνάψουν την «στρατιωτικό - πολιτική συμφωνία με την Ελλάδα και με την Τουρκία» (το Βαλκανικό Σύμφωνο)2, να κάμουν «σειρά σοβαρών υποχωρήσεων στον καπιταλισμό», να βαδίσουν «προς την παλινόρθωση του καπιταλισμού»κ.λ.π. Κοντολογής, σύμφωνα με το Χρουστσιόφ, επειδή το Ινφoρ-μπυρό τήρησε αυστηρή στάση έναντι της Γιουγκοσλαβίας, η τελευταία, από πείσμα ή από κέφι, πήγε και ξεπουλήθηκε στον ιμπεριαλισμό, σαν εκείνη τη νύφη που για να σκάσει η πεθερά της πάει και κοιμάται με το μυλωνά.
Σύμφωνα με τη λογική αυτή του Χρουστσιόφ, έπρεπε και το Κόμμα μας Εργασίας, όταν αντιτάχθηκε στο χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό και έκοψε τις γέφυρες μ' αυτόν, να ξεπουλήσει τον εαυτό του και τη χώρα στον ιμπεριαλισμό, επειδή διαφορετικά δε μπορούσε να ζήσει! Κι αυτό το ακούσαμε αργότερα από το στόμα του Χρουστσιόφ, όταν μας κατηγόρησε, πως πουλιούμασταν «για 30αργύρια στον ιμπεριαλισμό!»
Αυτή όμως ήταν μονάχα αντιμαρξιστική και καπιταλιστική λογική. Το Κόμμα μας αντιτάχτηκε ηρωικά στο χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό, όπως είχε αντιταχθεί προηγούμενα και στο γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό, όπως πάλευε επίσης αποφασιστικά ενάντια σε κάθε άλλη παραλλαγή του ρεβιζιονισμού, αλλά δεν ξεπουλήθηκε και ούτε θα ξεπουληθεί ποτέ στον ιμπεριαλισμό και σε κανέναν άλλο, επειδή ένα πραγματικά μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, εφ' όσον θεωρεί και σέβεται τον εαυτό του σαν τέτοιο, σ' οποιεσδήποτε συνθήκες και καταστάσεις κι αν βρεθεί, δεν επιτρέπει ποτέ ούτε να ξεπουληθεί, ούτε να αγοραστεί, αλλά ακολουθεί αποφασιστικά το δρόμο του, το δρόμο της αδιάλλαχτης πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το ρεβιζιονισμό και την αντίδραση.
Γι' αυτό, έστω και αν η γιουγκοσλάβικη ηγεσία είχε καταδικαστεί άδικα το 1949, όπως ισχυρίζονταν ο Χρουστσιόφ, τίποτε δεν επέτρεπε και δε δικαιολογούσε το πέρασμα της στην αγκαλιά του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, το γεγονός που αυτή δυνάμωσε ακόμα περισσότερο τις γέφυρες με τον ιμπεριαλισμό και με την παγκόσμια αντίδραση, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο πόσο δίκιο είχαν ο Στάλιν, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, το Ινφορμπυρό, το Κόμμα μας κι όλα τα άλλα κόμματα, όταν την ξεσκέπασαν και την καταδίκασαν.
Ο Νικήτα Χρουστσιόφ όμως, συνεπής στην απόφαση του να αποκαταστήσει τους ρεβιζιονιστές του Βελιγραδίου, κατηγορούσε στην επιστολή του το Ινφορμπυρό, φυσικά χωρίς να το κατονομάζει, ότι στα 1948 και 1949, «δεν εκμεταλλεύτηκε μέχρι τέλους όλες αυτές τις δυνατότητες... δεν έκαμε προσπάθειες για τη διευθέτηση των άλυτων ζητημάτων και των διαφωνιών», πράγμα, που σύμφωνα μ' αυτόν, «θα απότρεπε το πέρασμα της Γιουγκοσλαβίας στο εχθρικό στρατόπεδο». Στην επιστολή που μας επέδωσε ο Νικήτα Χρουστσιόφ έφτανε μέχρι του σημείου να υπογραμμίσει ανοιχτά πως «πολλά από τα ζητήματα που χρησίμευαν σαν αιτία διαφωνιών ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και το κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας.....δεν αποτελούσαν σοβαρούς λόγους για συζήτηση ή και οι παρανοήσεις που είχαν προκύψει, μπορεί να είχαν διακανονιστεί». Τίποτε δε μπορούσε να ικανοποιήσει περισσότερο τον Τίτο και τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία! Με μια μονοκονδυλιά ο Χρουστσιόφ έσβησε τα μεγάλα προβλήματα αρχών που βρίσκονταν στη βάση της πάλης ενάντια στο γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονισμό, τα θεωρούσε «όχι σοβαρούς λόγους» και «παρανοήσεις», επομένως ζητούσε συγγνώμη από τους προδότες γιατί τάχα τους είχαν χτυπήσει για ψύλλου πήδημα!
Ποιοί όμως έφταιγαν γι' αυτές τις «παρανοήσεις;» Ο Χρουστσιόφ στην επιστολή του δεν επιτίθονταν ονομαστικά στο Ινφορμπυρό, ούτε στο Στάλιν, ούτε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, ούτε στα άλλα κόμματα που είχαν ταχτεί αλληλέγγυα με τις αποφάσεις του Ινφορμπυρό το 1949, όπως φαίνεται θεωρούσε ακόμα πρόωρο να εξαπολύσει αυτές τις επιθέσεις. Τότε βρέθηκαν οι «φταίχτες»: από σοβιετική πλευρά ο Μπέρια, ο οποίος, με τις ενέργειες του είχε προκαλέσει δυσαρέσκειες «δικαιολογημένες στη γιουγκοσλάβικη ηγεσία», ενώ από τη γιουσκοσλαβική πλευρά - ο Τζίλας (τον οποίο στο μεταξύ είχε καταδικάσει ο Τίτο), που «έκανε ανοιχτή προπαγάνδα με λικβινταριστικές απόψεις», ήταν «δραστήριος οπαδός για τον προσανατολισμό της Γιουγκοσλαβίας προς τις δυτικές χώρες» κ.λπ.!
Έτσι, το πρόβλημα, σύμφωνα με το Χρουστσιόφ, παρουσιάζονταν απλούστατο: στη βάση της ρήξης με τη Γιουγκοσλαβία δεν ήταν αίτια, αλλά προφάσεις, «στα χαμένα τους πέσαμε στο λαιμό, οι φταίχτες βρέθηκαν: ο Μπέρια σ' εμάς, ο Τζίλας σ' εσάς. Τώρα κι οι δυο πλευρές καταδικάσαμε αυτούς τους εχθρούς, γι' αυτό δε μας μένει τίποτε άλλο παρά να φιληθούμε, να συμφιλιωθούμε και να λησμονήσουμε το παρελθόν».
Πολύ εύκολα έδενε και έλυε αυτά τα ζητήματα αυτός ο ακροβάτης. Εμείς, όμως οι αλβανοί κομμουνιστές, που πάνω από δέκα χρόνια παλεύαμε σκληρά με την προδοτική κλίκα του Βελιγραδίου, που δοκιμάσαμε και αντιμετωπίσαμε θαρραλέα τις προστυχιές τους, δεν ήμασταν και δε μπορούσαμε να είμαστε με κανένα τρόπο σύμφωνοι μ' αυτή τη λύση του γιουγκοσλάβικου προβλήματος. Μα ήμασταν ακόμα στα 1954. Δεν είχε ξεσπάσει ακόμα ανοιχτά η επίθεση ενάντια στο Στάλιν, δε λέγονταν ακόμα ανοιχτά κανένας κακός λόγος εναντίον του, ακόμα ο Χρουστσιόφ χρησιμοποιούσε πολύ ραφινάτη και μαστορικά συγκαλυμμένη δημαγωγία, ακόμα στα μάτια μας η Σοβιετική Ένωση διατηρούσε τα χρώματα της εποχής του Στάλιν, παρόλο που ξεθώριαζαν. Επί πλέον στην επιστολή αυτή, η οποία μας συγκλόνισε βαθιά, ο Χρουστσιόφ ορκίζονταν, ότι καθετί το κάνει «υπέρ του μαρξισμού - λενινισμού και του σοσιαλισμού», ότι η σοβιετική ηγεσία και τα άλλα αδερφά κόμματα, στη νέα αναθεώρηση του γιουγκοσλάβικου ζητήματος, δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να «χαλάσουν τα σχέδια των αμερικάνο - άγγλων ιμπεριαλιστών και να εκμεταλλευθούν όλες τις δυνατότητες για να ενισχύσουν την επιροή τους πάνω στο γιουγκοσλάβικο λαό», «να επιδράσουν θετικά στη γιουγκοσλαβική εργατική τάξη» κ.λπ. Πρόσθετε επίσης ότι οι προσπάθειες της σοβιετικής πλευράς και των άλλων κομμάτων και χωρών της λαϊκής δημοκρατίας θα χρησίμευαν σα νέο βήμα για να αποδείξουν «πόσο πρόθυμοι και αποφασισμένοι είναι οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες να ακολουθήσουν το δρόμο του σοσιαλισμού».
Όλα αυτά μας έκαμαν ώστε στην απάντηση μας να είμαστε μετρημένοι και προσεχτικοί. Στη διάρκεια των ημερών, που ήμασταν στη Μόσχα, συζητήσαμε πλατιά αυτό το πρόβλημα με τον Υσνί και με τους άλλους συντρόφους της αντιπροσωπείας και τελικά δώσαμε εγγράφως την απάντηση μας στη σοβιετική ηγεσία.
Στην απάντηση αυτή εμείς, χωρίς να αντιπαραταχτούμε ανοιχτά στο Χρουστσιόφ, τονίσαμε την σταθερή στάση μας έναντι της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του Βελιγραδίου, εκτιμήσαμε τη σημασία των αποφάσεων του Ινφορμπυρό των ετών 1948 και 19493 και δεν επιτρέψαμε κανέναν υπαινιγμό σχετικά με την αναθεώρηση της προηγούμενης στάσης, που κρατήσαμε έναντι των παρεκκλίσεων γραμμής της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας.
Στην ιδεα τού Χρουστσιόφ, ότι «η διακοπή των σχέσεων οδήγησε τους γιουγκοσλάβους ηγέτες στους κόλπους του ιμπεριαλισμού», στην απαντητική επιστολή μας αντιπαραθέσαμε τη θέση ότι οι ίδιοι οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες πρόδωσαν το μαρξισμό - λενινισμό και έμπασαν το λαό και την πατρίδα τους στο δρόμο της υποδούλωσης και της υπαγόρευσης των αμερικανο - άγγλων ιμπεριαλιστών, ότι η αντιμαρξιστική γραμμή τους ήταν ο παράγοντας που έβλαψε σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα των λαών της Γιουγκοσλαβίας, ότι αυτοί απέσπασαν τη Γιουγκοσλαβία από τους κόλπους του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ότι αυτοί μετέτρεψαν το γιουγκοσλάβικο κόμμα σε αστικό κόμμα και το απόσπασαν από το διεθνές κίνημα του προλεταριάτου.
Υπογραμμίζοντας αυτές τις αλήθειες, σε συνέχεια τονίσαμε πως είμαστε σύμφωνοι να γίνουν προσπάθειες από τα κομμουνιστικά κόμματα για να βοηθηθούν οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας να γλυτώσουν από την υποδούλωση και την εξαθλίωση, αλλά τονίσαμε άλλη μια φορά, ότι κατά τη γνώμη μας οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες είχαν βυθιστεί βαθιά στον αντιμαρξιστικό δρόμο, στο δρόμο της υποταγής στους αμερικάνους και άγγλους ιμπεριαλιστές.
Μ' αυτό λέγαμε έμμεσα στο Χρουστσιόφ, ότι δεν είμαστε σύμφωνοι με τις ελπίδες και τις αυταπάτες, που έτρεφε ως προς τους γιουγκοσλάβους ηγέτες και ιδιαίτερα στο «σύντροφο Τίτο», όπως άρχισε να τον αποκαλεί. Τις σκέψεις αυτές τις εξέφρασα στο Χρουστσιόφ και κατά την άλλη συνομιλία που είχα μ' αυτόν, στις 23 του Ιούνη του 1954. Αυτός όμως προσποιούνταν, πως δεν πρόσεχε τη διαφορετική στάση, που είχαμε ανάμεσα μας σχετικά με το γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Ίσως δεν ήθελε να δημιουργήσει διένεξη μ' εμάς από τις πρώτες επίσημες συναντήσεις που είχαμε μ' αυτόν. Ίσως μας υποτιμούσε και δεν υπολόγιζε τις εναντιώσεις μας. Θυμούμαι πως ήταν σε μεγάλη ευφορία και μιλούσε με βεβαιότητα ανθρώπου που οι δουλειές του πάνε καλά. Μόλις είχε επιστρέψει από μια αστραπιαία επίσκεψη στην Τσεχοσλοβακία (ήταν μάστορας κάθε είδους επίσκεψης: αστραπιαίας, ιγκόγνιτο, επίσημης, φιλικής, θορυβώδικης, σιωπηρής, την ημέρα, τη νύχτα, αναγκελμένης, μη αναγκελμένης, σύντομης, μακράς, με ακολουθία, ολομόναχος κ.λ.π.).
Στην Πράγα —μου είπε— μίλησα ξανά για το γιουγκοσλάβικο πρόβλημα με εκπρόσωπους μερικών αδερφών κομμάτων που βρίσκονταν εκεί. Όλοι ήταν απόλυτα σύμφωνοι μ' εμένα και θεωρούσαν τις προσπάθειες του κόμματός μας πολύ σημαντικές.
Έπειτα, κοιτάζοντάς με κατάματα, πρόσθεσε:
Εμείς, οι Ούγγροι, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι και άλλοι πραγματοποιήσαμε τελευταία καλά βήματα προς την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία...
Κατάλαβα γιατί το τόνισε αυτό. Ήθελε να μου πει: βλέπεις, όλοι εμείς είμαστε σύμφωνοι, γι' αυτό και σεις, οι Αλβανοί, πρέπει να ενωθείτε μ' εμάς.
Του είπα κοντολογής, πως η ιστορία των σχέσεών μας με το γιουγκοσλάβικο κόμμα και κράτος είναι πολύ μακρά, πως φταίχτης για τη διακοπή των σχέσεων ήταν η ίδια η γιουγκοσλάβικη ηγεσία,και, αν ακόμα οι αλβανο - γιουγκοσλάβικες διακρατικές σχέσεις βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο, αυτό δεν εξαρτάται από μας, αλλά από τη στάση και τις συνεχείς αντιμαρξιστικές και αντιαλβανικές ενέργειες των ηγετών του Βελιγραδίου.
Κανιέτσνο, κανιέτσνο/- πετάχτηκε ο Χρουστσιόφ και κατάλαβα πως δεν ήθελε να προχωρήσω παραπέρα στη συζήτηση αυτού του προβλήματος.
Εμείς, είπε, πήραμε όλα τα μέτρα. Αύριο ο πρεσβευτής μας στη Γιουγκοσλαβία θα πάει να συναντηθεί με τον Τίτο, που βρίσκεται στο Μπριόνι. Νομίζουμε πως υπάρχουν πολλές δυνατότητες να επιτευχθεί ο σκοπός. Αν δε γίνει τίποτε —κατέληξε— τότε έχουμε κι άλλους τρόπους.
Έτσι άρχισε το ειδύλλιο Χρουστσιόφ – Τίτο. Τις σκέψεις ή τα «συμπεράσματά» του σχετικά με τη «νέα ανάλυση» του γιουγκοσλάβικου ζητήματος, ο Χρουστσιόφ ύστερα από μερικές μέρες τα παράδοσε γραπτώς στον Τίτο. Φυσικά, ο Τίτο ικανοποιήθηκε που τα πράγματα από μέρους του Χρουστσιόφ εξελίσσονταν σύμφωνα 4 με τις προβλέψεις του, αλλά σαν παλιά αλεπού που ήταν, δε φάνηκε τόσο ελαφρόμυαλος ώστε να ριχτεί στις αγκάλες του Χρουστσιόφ. Αντίθετα, ο Τίτο σκέφτονταν και εργάζονταν, ώστε ο Χρουστσιόφ όπως έσκυψε πρώτος το κεφάλι, να έρθει επίσης πρώτος και να του ζητήσει ανοιχτά συγνώμη στο Βελιγράδι. Τόσο περισσότερο που ο Τίτο είχε βυθιστεί ως το λαιμό στο βόρβορο του ιμπεριαλισμού, ήταν δεμένος χεροπόδαρα, γι' αυτό αν θα έλεγε καμιά λέξη για το «σοσιαλισμό» και για το «μαρξισμό», αυτό έπρεπε να το κάμει μονάχα σύμφωνα με τις δόσεις, που θα του επέτρεπαν τα δυτικά αφεντικά του και προπαντός οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές. Αφού τον άφησε κάμποσο καιρό σε αδημονία, για να του τινάξει καλά τις ξεκουρτισμένες χορδές, τελικά περί τα μέσα Αυγούστου του 1954 ο Τίτο απάντησε στο Χρουστσιόφ επίσης γραπτώς.
Το περιεχόμενο της επιστολής του ρεβιζιονιστή του Βελιγραδίου ήταν στην ουσία περίπου το εξής: Χαίρομαι που εσύ, Νικήτα Σεργκέγιεβιτς, δείχνεσαι λογικός και πλατύκαρδος, αλλά άνοιξε περισσότερο την καρδιά σου, έβγα πιο ξεκάθαρα στο νέο δρόμο της συμφιλίωσης και του εναγκαλισμού. Εμείς, οι Γιουγκοσλάβοι, έλεγε ο Τίτο στο Χρουστσιόφ, είμαστε σύμφωνοι να συμφιλιωθούμε, αλλά, όπως γνωρίζετε, πιάσαμε καινούργιους φίλους, με τους οποίους έχουμε ισχυρούς και βαθείς δεσμούς, γι' αυτό η συμφιλίωσή μας μ' εσάς «πρέπει να αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση, που να ανταποκρίνεται στην πολιτική μας της διεθνούς συνεργασίας», δηλαδή να μη χαλάσουν, αλλά να ενισχυθούν παραπέρα οι σχέσεις των Γιουγκοσλάβων με τον ιμπεριαλισμό.
Επίσης, με τόνο υπαγόρευσης, ο Τίτο δεν παρέλειψε να θέσει στο Χρουστσιόφ και μια σειρά άλλους όρους για τους μελλοντικούς δεσμούς:
Πρώτο, ο Τίτο ζητούσε από τη σοβιετική πλευρά να εργαστεί περισσότερο για την εξάλειψη των «αρνητικών στοιχείων» και να αφαιρεθούν τα εμπόδια, που επέδρασαν στη ρήξη του 1948 και, εννοείται, μ' αυτό ο «μάστορας» του Βελιγραδίου ζητούσε ανοιχτά να αναθεωρηθεί όλη η σωστή γραμμή αρχών που ακολούθησαν το Ινφορμπυρό, ο Στάλιν και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα το 1948.
Δεύτερο, η μελλοντική συμφιλίωση, υπαγόρευε ο Τίτο, δεν έπρεπε να υπονοούσε «πλήρη ενότητα στην εκτίμηση και τη στάση έναντι των γεγονότων», επομένως, να συμφιλιωθούμε, αλλά ο καθένας να ενεργεί από κεφαλιού του και. για λογαριασμό του.
Τρίτο, ο τρόπος τι δρόμο ακολουθώ εγώ και τι δρόμο ακολουθάς εσύ για την οικοδόμηση του «σοσιαλισμού», αυτό είναι υπόθεση καθενός από μας και δεν πρέπει να επιδράσει στην εξομάλυνση των σχέσεων επομένως εγώ θα οικοδομήσω τον «ειδικό σοσιαλισμό» κι εσύ να τον παραδεχτείς ασυζήτητα.
Τέταρτο, υπαίτιοι της διένεξης, έλεγε ο Τίτο, δεν είναι ούτε ο Μπέρια, ούτε ο Τζίλας, είναι βαθύτερα αίτια, γι' αυτό εσείς, οι Σοβιετικοί, κι οι άλλοι μαζί μ' εσάς, τραβάτε χέρι πλέρια από τη γραμμή της εποχής του Στάλιν, τραβάτε χέρι από τις προηγούμενες αρχές, γιατί έτσι τα πραγματικά αίτια της διένεξης ανατρέπονται αυτόματα.
Τέλος ο Τίτο απέρριψε την πρόταση του Χρουστσιόφ για διμερή συνάντηση κορυφής, θέτοντας του σαν όρο την «επίτευξη προκαταρκτικών επιτυχιών στην κατεύθυνση της εξομάλυνσης». Τα υπονοούμενα ήταν ολοφάνερα: Αν θέλεις να συναντηθείς και να συμφιλιωθείς μ' εμένα, κάμε κι άλλα βήματα στο δρόμο που άρχισες, ενεργά μέσα στη Σοβιετική Ένωση, στις άλλες χώρες και κόμματα πιο γρήγορα και πιο θαρραλέα για τη διάδοση και διεύρυνση τούτου του «νέου» δρόμου, ο οποίος ήταν και είναι ο παλιός μου δρόμος.
Και ο Χρουστσιόφ, πότε θυμωμένος και πότε ενθουσιώδης στις ενέργειές του, άρχισε να υποτάσσεται και να εφαρμόζει με ζήλο τους όρους και τις συστάσεις του Τίτο.
Σ' εμάς που παρακολουθούσαμε με προσοχή και ανησυχία αυτή τη διαδικασία, αυξήθηκαν οι υποψίες ότι αυτή η στάση οδηγούσε τη Σοβιετική Ένωση σε αντιμαρξιστικό δρόμο. Όσο περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότερο πειθόμασταν, πως ο Χρουστσιόφ με τις ακροβασίες του έκρυβε ένα σατανικό παιγνίδι. Βλέπαμε ότι, πέφτοντας στα γόνατα μπροστά στον Τίτο5, μείωνε το γόητρο του Κομμουνιστικού Κόμματος και του σοβιετικού κράτους. Δε μας έρχονταν καλά, αλλά στο κάτω - κάτω, η βελτίωση των σοβιετο - γιουγκοσλάβικων σχέσεων ήταν δικό τους εσωτερικό πρόβλημα κι εμείς δεν είχαμε, πως να εναντιωθούμε. Εμείς όμως δεν ήμασταν και δε μπορεί να ήμασταν ποτέ σύμφωνοι με τις προσπάθειες του να εξαλείψει το παρελθόν και να χειριστεί τα αίτια και τους λόγους της καταδίκης των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών εντελώς διαφορετικά από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Επίσης, δε μπορούσαμε να δεχτούμε να γίνομε εταίροι του Χρουστσιόφ σ' αυτό το επικίνδυνο και ύποπτο ιδεολογικό και πολιτικό παιγνίδι. Το τι έκαμαν οι Ρουμάνοι, οι Ούγγροι ή οι Βούλγαροι αυτό ήταν δική τους δουλειά. Φιλιά και συμφιλίωση εμείς δε θα είχαμε με τους τιτοϊκούς.
Εχτός από τις ρεβιζιονιστικές του πεποιθήσεις, για την πραγματοποίηση του αντιμαρξιστικού διαβήματος, ώθησε αναμφίβολα το Χρουστσιόφ και ο Τίτο. Αυτός δεν ήθελε να υποκλιθεί μπροστά στο Χρουστσιόφ, γι' αυτό ζήτησε επίμονα να πάει ο Χρουστσιόφ και να υποκλιθεί σ' αυτόν στο Βελιγράδι, να πάει να κάμει αυτοκριτική στην Κανόσσα (Βελιγράδι). Έτσι και έγινε. Ύστερα από ένα χρόνο και κάτι μυστικών και φανερών επαφών διαμέσου ειδικών απεσταλμένων, ύστερα από μακρά και πολύ φιλική αλληλογραφία ανάμεσα στο «σύντροφο Χρουστσιόφ» και το «σύντροφο Τίτο» και αντίστροφα, τελικά ο Τίτο έστειλε είδηση τον Απρίλη του 1955 στο νέο αγαπητό του, πως ήταν σύμφωνος να στεφανωθούν και τον προσκαλούσε να τελέσουν το «γάμο» ή «σ' ένα πλοίο στο Δούναβη, ή, αν εσείς είστε σύμφωνοι, να τον κάνουμε στο Βελιγράδι. Κατά τη γνώμη μας —συνέχιζε ο κράλης6 του Βελιγραδίου — η συνάντηση πρέπει να είναι ανοιχτή και να ανακοινωθεί». Ο Χρουστσιόφ, που περίμενε ανυπόμονα, πήγε στο Βελιγράδι, φιλήθηκε και αγκαλιάστηκε με τον Τίτο, έκαμε αυτοκριτική, εξάλειψε με «αποφασιστικότητα τα επιστρώματα του παρελθόντος» και άνοιξε την «εποχή της φιλίας ανάμεσα στους δυο λαούς και τα δύο κόμματά» τους.
Το Κόμμα μας καταδίκασε τη μετάβαση του Χρουστσιόφ στο Βελιγράδι και ιδιαίτερα την απόφαση του να πλύνει τον άπλυτο Τίτο. Μονάχα δύο τρεις μέρες πριν ξεκινήσει «για την Κανόσσα» ο Χρουστσιόφ μας ειδοποίησε για το διάβημα που θα έκανε, αυτό όμως εμείς το περιμέναμε, γιατί τα νερά στα οποία κολυμπούσε ο Χρουστσιόφ, σ' εκείνο το μύλο τον οδηγούσαν. Να πήγαινε ή να μη πήγαινε στο Βελιγράδι, αυτό ήταν δική του δουλιά, ας έκανε όπως ήθελε. Εκείνο που μας εξόργισε και μας τάραξε βαθιά ήταν η ανακοίνωση, που μας έκανε στην ίδια επιστολή, πως είχε αποφασίσει να ακυρώσει σαν άδικη την απόφαση του Ινφορμπυρό του Νοέμβρη του 1949 σχετικά με την καταδίκη της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας να ανακοινώσει αυτή τη νέα απόφαση του στον Τίτο και να δημοσιεύσει έτσι στο όργανο «Για σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία!» μια ανακοίνωση. Σ' αυτή την ανακοίνωση ο Χρουστσιόφ τόνιζε πως τάχα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, μέλη του Ινφορμπυρό, εξέτασαν άλλη μια φορά το ζήτημα της τρίτης Απόφασης της σύσκεψης του Ινφορμπυρό, που εγκρίθηκε το Νοέμβρη του 1949 σχετικά με το γιουγκοσλάβικο πρόβλημα και αποφάσισαν να θεωρηθούν αβάσιμες οι κατηγορίες προς την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, που περιείχε αυτή η Απόφαση και να ακυρωθεί η απόφαση του Ινφορμπυρό σχετικά με το γιουγκοσλάβικο ζήτημα.
Εμείς γράψαμε επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης σχετικά μ' αυτό και διαμαρτυρηθήκαμε έντονα7. Μια τέτοια απόφαση για έναν εχθρό του διεθνούς κομμουνισμού, ο οποίος είχε καταδικαστεί από κοινού απ' όλα τα κόμματα, δεν ήταν δυνατό να παρθεί μονομερώς από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς να ρωτηθούν και τα άλλα κόμματα, μεταξύ των οποίων κι εμείς. Τα άλλα κόμματα υποτάχτηκαν στην απόφαση του Χρουστσόφ και στη θέληση του Τίτο να μεταβούν στο Βελιγράδι ύστερα από το Χρουστσιόφ, οι ηγέτες των κομμάτων του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, να φιλήσουν το χέρι του Τίτο και να του ζητήσουν συγγνώμη. Μετέβηκαν εκεί οι Ντεζ και συντροφία, αλλά εμείς όχι. Εμείς συνεχίσαμε την πάλη ενάντια στους ρεβιζιονιστές. Στα χαμένα ήρθε σ' εμάς ο Λεβίτσκιν, ο σοβιετικός πρεσβευτής στα Τίρανα, να μας πείσει να παραιτηθούμε από την εναντίωση.
Εγώ δέχτηκα το Λεβίτσκιν και του εξέθεσα κατ' αρχήν άλλη μια φορά όσα γράψαμε στην επιστολή προς τη σοβιετική ηγεσία.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, του είπα ανάμεσα στα άλλα, μας έμαθε να εκφράζουμε ανοιχτά και ειλικρινά, σαν διεθνιστές, τη γνώμη μας για κάθε ζήτημα που σχετίζεται με τη γραμμή του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης μας πληροφόρησε πρωτύτερα και μας ζήτησε τη γνώμη για όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την κοινή πολιτική έναντι της Γιουγκοσλαβίας. Εμείς μελετήσαμε προσεχτικά τις απόψεις της σοβιετικής ηγεσίας, εκφράσαμε και τη γνώμη μας για τα προβλήματα αυτά και, όπως ξέρετε, μείναμε σύμφωνοι να καταβάλουμε προσπάθειες για τη βελτίωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία.
Εσείς όμως στη χθεσινή απάντησή σας εναντιώνεστε στο νέο διάβημα του σύντροφου Χρουστσιόφ - μου είπε ο Λεβίτσκιν.
Μάλιστα —του είπα— και έχομε λόγους γι' αυτό. Εμείς φρονούμε πως σχετικά με το γιουγκοσλάβικο ζήτημα υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο περιεχόμενο των προηγούμενων επιστολών της σοβιετικής ηγεσίας και της τελευταίας επιστολής.
Για ποια διαφορά μιλάτε - ρώτησε ο Λεβίτσκιν. Εγώ νομίζω πως η άποψη του κόμματός μας δεν άλλαξε.
Ας το ιδούμε —του είπα— και πήρα τις επιστολές της σοβιετικής ηγεσίας. Να, λόγου χάρη, στην επιστολή της 4 του Ιούνη1954 η ηγεσία σας γράφει: «Επανεξετάζοντας τα υλικά που σχετίζονται με την ιστορία της διακοπής των σχέσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας με τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, καθώς και την μετέπειτα αποχώρηση της Γιουγκοσλαβίας από το δημοκρατικό στρατόπεδο, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, αναμφίβολα απομακρύνθηκε σοβαρά από το μαρξισμό - λενινισμό, γλίστρησε στις θέσεις του αστικού εθνικισμού και πέρασε σε επιθέσεις ενάντια στο σοβιετικό κράτος. Την εχθρική τους πολιτική ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας την επέχτειναν και ενάντια στις λαϊκοδημοκρατικές χώρες, προς τις οποίες μέχρι πριν από τη διακοπή των σχέσεων τηρούσαν άνανδρη και περιφρονητική στάση, ζητώντας για τον εαυτό τους αναγνώριση ιδιαιτέρων προτεραιοτήτων και αξιών, που δεν τους ανήκαν» .
Επίσης στην ίδια επιστολή —είπα στο Λεβίτσκιν— τονίζονταν: «Η κριτική που τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα έκαμαν στις εθνικιστικές και στις άλλες παρεκκλίσεις από το μαρξισμό -λενινισμό των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, ήταν απαραίτητη και απόλυτα δίκαιη. Αυτή η κριτική συνέβαλε στη σφυρηλάτηση των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων από μαρξιστική πλευρά, στην άνοδο της επαγρύπνησης των κομμουνιστών και στη διαπαιδαγώγησή τους με το πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού».
Ακριβώς έτσι είναι - μουρμούρισε ο Λεβίτσκιν.
Και ύστερα από τις πρώτες προσπάθειες της σοβιετικής ηγεσίας για τη βελτίωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία, συνέχισα να λέγω στον πρεσβευτή, η γιουγκοσλάβικη ηγεσία ακολούθησε το δρόμο και την προηγούμενη στάση της και όχι πριν από πολύ καιρό, αλλά μονάχα πριν από δυο - τρεις μήνες, το Φλεβάρη τούτης της χρονιάς, οι σοβιετικοί σύντροφοι μας έγραφαν πως «η ηγεσία του γιουγκοσλάβικου κόμματος είχε συνδεθεί σοβαρά με τον καπιταλιστικό κόσμο στις πολιτικές και οικονομικές της σχέσεις».
Έτσι, έτσι είναι! επανέλαβε με μισή φωνή ο Λεβίτσκιν.
Τότε —τον ρώτησα— πως άλλαξε τόσο γρήγορα και τόσο απρόοπτα η γνώμη και η στάση της σοβιετικής ηγεσίας έναντι αυτών των σοβαροτάτων προβλημάτων;! Και πως μπορεί να παρθούν τόσο εύκολα και μονομερώς τέτοιες αποφάσεις όπως για την ακύρωση της απόφασης του Ινφορμπυρό του 1949;!
Το Πολιτικό μας Γραφείο εξέτασε με μεγάλη προσοχή και ανησυχία τα προβλήματα που εγείρονταν στην επιστολή σας της 23 του Μάη κι εμείς, στην απάντησή μας ανοιχτά και ειλικρινά εκφράσαμε στο σύντροφο Χρουστσιόφ μια σειρά παρατηρήσεις.
Πρώτο, φρονούμε πως η γενική γραμμή, το κύριο, πρωταρχικό περιεχόμενο της Απόφασης της σύσκεψης του Ινφορμπυρό του Νοέμβρη του 1949 είναι σωστή και το περιεχόμενο αυτής της Απόφασης δεν μπορεί να παρθεί ξεκομμένο από την Απόφαση που δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 1948. Αυτή την ορθότητα την επιβεβαιώνει και η καθημερινή εμπειρία του Κόμματός μας στις σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, τόσο πριν από τη ρήξη μ' αυτούς το 1948 όσο και μέχρι σήμερα.
Δεύτερο, η διαδικασία που προτείνεται να ακολουθηθεί για την ακύρωση της Απόφασης της σύσκεψης του Ινφορμπυρό του Νοέμβρη 1949, νομίζουμε πως δεν είναι ορθή. Ο εξαιρετικά ελάχιστος χρόνος, που δίνεται στα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, μέλη του Ινφορμπυρό, να εκφράσουν την άποψή τους σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής σας, μας φαίνεται ανεπαρκής για να αποφασίσουν για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα σαν αυτό που τίθεται στην επιστολή αυτή. Κατά τη γνώμη μας, μια τόσο εσπευσμένη απόφαση σχετικά μ' ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας αρχών, χωρίς να γίνει πρωτύτερα μια βαθιά ανάλυση από κοινού με όλα τα κόμματα που τα ενδιαφέρει αυτό το ζήτημα, και πολύ περισσότερο η δημοσίευση αυτής της απόφασης στον τύπο και η ανακοίνωσή της στις συνομιλίες του Βελιγραδίου, όχι μόνο θα ήταν πρόωρη, αλλά θα προκαλούσε σοβαρές ζημιές στον γενικό προσανατολισμό σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία.
Όσον αφορά το Κόμμα Εργασίας, αυτό έχει 7 χρόνια που παλεύει για την εφαρμογή της γενικής του γραμμής σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία, που καταρτίστηκε με βάση τις αποφάσεις του Ινφορμπυρό και που εγκρίθηκε από το Πρώτο Συνέδριο του Κόμματός μας8. Εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι η γενική γραμμή του Κόμματός μας, σχετικά με τις σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, είναι ορθή. Αλλά και αν θα σκεφτόμασταν για μια στιγμή πώς στη γραμμή αυτή υπάρχει κάτι που πρέπει να αλλάξει, γι' αυτό θα έπρεπε να συγκληθεί συνέδριο του Κόμματος, ή τουλάχιστον συνδιάσκεψη του Κόμματος και αυτό μόνον αφού πρώτα αναλύονταν βαθιά η γενική γραμμή όλων των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων έναντι της Γιουγκοσλαβίας, καθώς και οι αποφάσεις και τα συμπεράσματα του Ινφορμπυρό.
Γι' αυτό - είπα καταλήγοντας στο Λεβίτσκιν— εμείς προτείνουμε να αναλυθούν τα ζητήματα που εγείρονται στην τελευταία επιστολή της σοβιετικής ηγεσίας σε μια σύσκεψη των κομμάτων μελών του Ινφορμπυρό, όπου, αν είναι δυνατό, να πάρει μέρος και το Κόμμα μας για να πει το λόγο του. Μονάχα εκεί να παρθεί κοινή απόφαση για το ζήτημα αυτό.
Ο Λεβίτσκιν, που με άκουε ωχρός, προσπάθησε να με πείσει ν' αλλάξω γνώμη, όταν όμως είδε την επιμονή μου υποχώρησε.
Θα γνωστοποιήσω —είπε— στην ηγεσία του κόμματος αυτά που μου ανακοινώσατε.
Στην επιστολή που στείλαμε στο σύντροφο Χρουστσιόφ —κατάληξα— του γράψαμε όλα όσα σας είπα, αλλά τα επανέλαβα και σε σας για να σας διευκρινίσω τι μας ώθησε να τηρήσουμε αυτή τη στάση.
Η εναντίωσή μας ήταν απόλυτα σωστή και σύμφωνη με τους μαρξιστικούς - λενινιστικούς κανόνες των σχέσεων μεταξύ των κομμάτων. Εμείς ξέραμε καλά πόσο σωστές, τεκμηριωμένες και ολότελα βασισμένες ήταν οι αναλύσεις και οι αποφάσεις του Ινφορμπυρό και της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης σχετικά με το γιουγκοσλάβικο ζήτημα, στα 1948 και 1949. Όταν πάρθηκε η απόφαση για την καταδίκη της αντιμαρξιστικής δραστηριότητας της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας, εμείς δεν ήμασταν μέλος του Ινφορμπυρό. Ο Στάλιν όμως, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και τα άλλα κόμματα, μέλη του Ινφορμπυρό, πολλές φορές την εποχή εκείνη συμβουλεύτηκαν και μας, άκουσαν με μεγάλη προσοχή και το λόγο μας σχετικά με τις σχέσεις μας με τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία. Ο Στάλιν και οι σύντροφοί του το έκαμαν αυτό όχι μόνο επειδή ήμαστε αδερφά κόμματα και σύμφωνα με τους λενινιστικούς κανόνες έπρεπε να ανταλλαγούν πλατιά γνώμες, αλλά και για το σημαντικό γεγονός ότι εμείς, επειδή είχαμε ιδιαίτερους δεσμούς από τα χρόνια του πολέμου με τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία, είχαμε να πούμε πολλά γι' αυτή.
Μεταξύ πολλών συναντήσεων και διαβουλεύσεων σχετικά με το πρόβλημα αυτό ήταν και η συνάντησή μου ινκόγνιτο με το Βισίνσκυ, στο Βουκουρέστι, όπου παρεβρίσκονταν και ο Ντεζ και όπου ανταλλάξαμε γνώμες σχετικά με την κοινή στάση, που έπρεπε να τηρούσαμε έναντι της προδοτικής δραστηριότητας της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας. Τα πολλά και αναντίρητα επιχειρήματα και στοιχεία, που έφερα στη συνάντηση αυτή εκτιμήθηκαν πολύ από το Βισίνσκυ και το Ντεζ, οι οποίοι τα χαρακτήρισαν αξιόλογη συμβολή, που έδινε το Κόμμα μας για την καλύτερη γνώση της εχθρικής και αντιμαρξιστικής δραστηριότητας των ηγετών του Βελιγραδίου. Εδώ δεν είναι ο χώρος να μιλήσω εκτεταμένα για τη συνάντηση αυτή, για την οποία έχω πολλές αναμνήσεις9, αλλά τονίζω μονάχα για να δείξω με πόση προσοχή και σύνεση ενεργούσαν τότε ο Στάλιν και το Ινφορμπυρό στις αναλύσεις που έκαναν και στις αποφάσεις που έπαιρναν.
Εντελώς αντίθετα συνέβαινε τώρα με το Χρουστσιόφ και τους άλλους σοβιετικούς ηγέτες. Ακριβώς αυτοί που τώρα καταδίκαζαν το Ινφορμπυρό και το Στάλιν, ότι τάχα ενήργησαν και έκριναν σε όχι σωστό δρόμο, καταπατούσαν οι ίδιοι και με τα δύο τα πόδια τους πιο στοιχειώδικους κανόνες των σχέσεων ανάμεσα στα κόμματα, συμπεριφέρονταν σαν αναμφισβήτητοι πάτρωνες, που ούτε καν ρωτούσαν για τη γνώμη των άλλων. Αυτό δε μπορεί να μη μας προ-καλούσε απογοήτευση και ανησυχία.
Εκείνες τις μέρες, ο Λεβίτσκιν ήρθε να συναντηθεί μ' εμάς και μερικές άλλες φορές. Όπως φαίνεται από το κέντρο του ζητούσαν επειγόντως να μας πείσει να παραιτηθούμε από τις απόψεις μας και να συμφωνήσουμε με τη στάση του Χρουστσιόφ. Ήταν αρκετά δύσκολες και κρίσιμες στιγμές. Απ' όσα βλέπαμε ο Χρουστσιόφ πρέπει να είχε συνεννοηθεί προηγούμενα με τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων για το τι θα έκανε στο Βελιγράδι. Έτσι η πρότασή μας για τη σύγκληση του Ινφορμπυρό, όπου να εξετάζονταν λεπτομερειακά το πρόβλημα, θα έπεφτε σε κουφό αυτί. Αφού συζητήσαμε εκτεταμένα στο Πολιτικό Γραφείο, αποφασίσαμε να καλέσω άλλη μια φορά το Λεβίτσκιν για να του διευκρινίσω τη στάση μας. Συναντήθηκα μ' αυτόν στις 27 του Μάη, τη μέρα που ο Χρουστσιόφ βρίσκονταν στο Βελιγράδι και για όσα μιλήσαμε με το Λεβίτσκιν, γράψαμε και μια δεύτερη επιστολή στη σοβιετική ηγεσία. Την επιστολή μας αυτή ο Χρουστσιόφ τη χρησιμοποίησε αργότερα σαν «επιχείρημα» για να αποδείξει τάχα πως εμείς είχαμε σφάλει με την πρώτη επιστολή μας της 25 Μάη και τάχα δύο μέρες αργότερα κάναμε «αυτοκριτική», «παραιτηθήκαμε» από την προηγούμενη γνώμη. Στην ουσία όμως η αλήθεια δεν είναι αυτή που έλεγαν ο Χρουστσιόφ και οι σύντροφοί του.
Τόσο στη συνάντηση της 27 του Μάη με το Λεβίτσκιν, όσο και στη δεύτερη επιστολή προς τη σοβιετική ηγεσία, εμείς διασαφηνίσαμε άλλη μια φορά γιατί στην προκειμένη περίπτωση βρεθήκαμε σε ανοιχτή αντίθεση μ' αυτούς.
Στην επιστολή αυτή ξανατονίσαμε στη σοβιετική ηγεσία πως παρ' όλο που ήμασταν και είμαστε σύμφωνοι να καταβληθούν όλες οι προσπάθειες για την επίλυση σε μαρξιστικό - λενινιστικό δρόμο των διαφωνιών αρχών με τη Γιουγκοσλαβία, ωστόσο είχαμε και έχουμε την πεποίθηση πως οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες δε θα παραιτηθούν από το δρόμο τους και δε θα αναγνωρίσουν τα σοβαρά λάθη τους.
Στο γιουγκοσλάβικο ζήτημα και κυρίως σχετικά με την αντι-μαρξιστική δραστηριότητα της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, γράφαμε στην επιστολή, εμείς ήμασταν και είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι, για το λόγο ότι η εχθρική αυτή δραστηριότητα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, τις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας και σ' όλο το κίνημα του προλεταριάτου, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα άγρια ενάντια στο Κόμμα και στην κυριαρχία της πατρίδας μας.
Βλέποντας το πρόβλημα έτσι, γράφαμε πιο κάτω, εμείς, όταν διαβάσαμε το μέρος της επιστολής σας, όπου αναφέρεται πως ενδεχομένως μπορεί να ανακοινωθεί στους Γιουγκοσλάβους η ακύρωση της Απόφασης του Ινφορμπυρό του Νοέμβρη 1949 και σχετικά μ' αυτό να δημοσιευτεί μια ανακοίνωση στο όργανο «Για μια σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία!», ταραχτήκαμε βαθιά και είπαμε πως αυτό θα είναι πολύ σοβαρό λάθος αν γίνει. Εμείς σκεφτήκαμε πως αυτή η Απόφαση δεν πρέπει να ακυρωθεί, επειδή σ' αυτή καθρεφτίζεται η λογική εξέλιξη της εχθρικής και αντιμαρξιστικής δραστηριότητας στην πράξη, της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας.
Εμείς κάνομε τον εξής συλλογισμό: σε περίπτωση που ακυρωθεί η εν λόγω Απόφαση, απορρίπτονται όλα όσα γράφηκαν σ' αυτή, τότε ακυρώνεται, λογουχάρη, και η δίκη του Ράικ στην Ουγγαρία, του Κοστόφ στη Βουλγαρία κ.λ.π. Κατ' αναλογία πρέπει να ακυρωθεί και η δίκη της προδοτικής συμμορίας μ' επικεφαλής τον Κώτσι Τζότζε και συντροφιά10. Η εχθρική δραστηριότητα της προδοτικής συμμορίας του Κώτσι Τζότζε, είχε την πηγή της και συνδέονταν με την αντιμαρξιστική, λικβινταριστική και αστικοεθνιστική δράση της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας. Η ορθή πάλη αρχών ενάντια σ' αυτή την εχθρική δραστηριότητα ήταν μια από τις κατευθύνσεις της γραμμής του Κόμματός μας στο πρώτο Συνέδριο. Από την ορθή αυτή γραμμή — τονίζαμε στην επιστολή — εμείς δε θα σαλέψουμε ποτέ. Λοιπόν, σκεφτήκαμε πως αν ακυρωθεί σαν εσφαλμένη η εν λόγω Απόφαση, όχι μόνο θα διαστρεβλωθεί η αλήθεια, αλλά θα δημιουργηθεί μια βαριά κατάσταση για το Κόμμα μας, θα δημιουργηθεί σύγχυση, θα υποκινηθούν τα αντικομματικά και εχθρικά στοιχεία να δραστηροποιηθούν ενάντια στην εξουσία και στο Κόμμα μας, καθώς και ενάντια στη Σοβιετική Ένωση . Με κανέναν τρόπο δε μπορεί να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση.
Εμείς ήμασταν —λέγαμε παρακάτω στη σοβιετική ηγεσία — μπροστά σε δύσκολη κατάσταση και λυπούμασταν και λυπούμαστε που στο σημείο αυτό δε μπορεί να είμαστε της ίδιας γνώμης μ' εσάς.
Αυτό ήταν στην ουσία το περιεχόμενο της δεύτερης επιστολής μας προς τη σοβιετική ηγεσία.
Αν υπάρχει εδώ τόπος να χρησιμοποιηθεί η λέξη «υποχώρηση», το μόνο τέτοιο πράγμα από μέρους μας ήταν η μη επανάληψη της πρότασης για τη διοργάνωση προκαταρκτικής σύσκεψης του Ινφορμπυρό. Η πρόταση αυτή τώρα δε θα είχε καμιά αξία, επειδή ο Χρουστσιόφ είχε κάμει το καθετί τετελεσμένο γεγονός και είχε αναχωρήσει για το Βελιγράδι. Από την άλλη, παρ' όλο που εμείς εκφράσαμε τη γνώμη μας σε υπεράσπιση των αρχών, δε μπορούσαμε να βγούμε ανοιχτά ενάντια στη σοβιετική ηγεσία και στους άλλους τη στιγμή που το πρόβλημα ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Πάντως οξύναμε περισσότερο την επαγρύπνηση και ανοίξαμε ακόμα καλύτερα τα μάτια. Για μας τόσο στο παρελθόν όσο και αργότερα η στάση έναντι των ρεβιζιονιστών του Βελιγραδίου ήταν και παράμενε η λυδία λίθος για να εκτιμηθεί αν ένα κόμμα ακολουθεί υγιή μαρξιστική ή λαθεμένη αντιμαρξιστική γραμμή. Εδώ θα δοκιμάζαμε στο μέλλον και το Χρουστσιόφ και τους χρουστσιοφικούς .
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τα γεγονότα αυτά και το καλοκαίρι του 1955 έλαβα πρόσκληση να πάω «εξάπαντος για ανάπαυση στη Σοβιετική Ένωση».
Την εποχή του Στάλιν εγώ πήγαινα εκεί για δουλειά και πολύ σπάνια για ανάπαυση. Την εποχή του Χρουστσιόφ οι Σοβιετικοί άρχισαν να μας κάνουν μια τέτοια πίεση να πηγαίναμε για ανάπαυση, σε βαθμό που ήταν δύσκολο να αρνηθείς, γιατί έθεταν πολιτικά το ζήτημα. Εγώ όμως δεν είχα καμιά διάθεση να πάω επειδή, στην πραγματικότητα, εκεί δε μπορούσε να αναπαυθείς και έχανες πολύ καιρό. Για να πάμε στη Μόσχα έπρεπε να κάνουμε 8 μέρες ταξίδι με πλοίο από το Δυρράχιο στην Οδησσό και με όχι μεγάλα πλοία, (όπως το «Κοτόφσκι» ή το «Τσιατούρι»), που σε τράνταζαν πολύ. Άλλες δυο μέρες χρειάζονταν με τραίνο Οδησσό - Μόσχα, μια μέρα με αεροπλάνο από τη Μόσχα στον Καύκασο, όπου πηγαίναμε όπως στο Κισλοβόντσκ κ.λ.π., δηλαδή 11 μέρες ταξίδι για μετάβαση και 11 μέρες επιστροφή, επιπλέον μερικές μέρες συσκέψεις, είναι ευκολονόητο τι ανάπαυση ήταν αυτή.
Μόλις φτάναμε στη Μόσχα θα άρχιζαν οι συναντήσεις με τους σοβιετικούς ηγέτες, οι συναντήσεις όμως αυτές δεν ήταν πια ευχάριστες όπως εκείνες με το Στάλιν. Τώρα διεξάγονταν πότε με συγκρατημένη αγανάχτηση, πότε με ανοιχτές προστριβές.
Έτσι συνέβηκε και αυτή τη φορά. Μόλις έφτασα στη Μόσχα, είχα δύο συναντήσεις με το Σουσλόφ.
Από τα πρώτα λόγια μου είπε πως θα συνομιλήσουμε για το γιουγκοσλάβικο ζήτημα και τόνισε με τόνο υπαγόρευσης:
Η ηγεσία του Κόμματός σας πρέπει να έχει καλά υπόψη αυτό το ζήτημα, να μη βλέπετε από στενή σκοπιά το γιουγκοσλάβικο πρόβλημα.
Τον άκουα κοιτάζοντάς τον κατάματα κι αυτός, που αισθάνθηκε τη δυσαρέσκειά μου, έκαμε κάποια υποχώρηση:
Τα λάθη τους μένουν λάθη —είπε— αλλά ο σκοπός μας είναι να συμφιλιωθούμε και να ενισχύσουμε παραπέρα τη φιλία με τ Γιουγκοσλαβία. Η κεντρική μας Επιτροπή — συνέχισε — στην τελευταία της σύσκεψη, ανάλυσε άλλη μια φορά τις σχέσεις μας με τη Γιουγκοσλαβία και την εισήγηση που έγινε θα τη δόσουμε μόνο σε σας γιατί είναι απόρρητη.
Σώπασε για μια στιγμή για να ιδεί τι εντύπωση μου έκαναν τα λόγια του και συνέχισε:
Το κυριότερο πρόβλημα είναι πως η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης εξέτασε το γιουγκοσλάβικο ζήτημα στο φως της πραγματικότητας, παίρνοντας υπόψη την προδοτική δουλειά του Μπέρια και γι' αυτό εμείς κάναμε αυτοκριτική. Η Κεντρική μας Επιτροπή κατάληξε στο συμπέρασμα πως η διακοπή των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία ήταν λάθος, δηλαδή βιαστήκαμε.
Πώς, βιαστήκατε;! - του είπα. Τότε έγιναν βαθιές και μακρές αναλύσεις και συζητήσεις, ανακαλύφτηκαν τα πραγματικά ιδεολογικά και πολιτικά αίτια των διαφωνιών που υπήρχαν.
Η κυριότερη αιτία αυτής της ρήξης — συνέχισε ο Σουσλόφ — δεν είναι τα ιδεολογικά ζητήματα, παρ' όλο που σ' αυτούς υπήρχαν λάθη και αυτά ειπώθηκαν ανοιχτά στους Γιουγκοσλάβους. Το κυριότερο αίτιο έγκειται στις συκοφαντίες που έγιναν ενάντια στους γιουγκοσλάβους ηγέτες, στην έλλειψη υπομονής από μέρους μας. Τα λάθη αρχών των Γιουγκοσλάβων έπρεπε να συζητηθούν, να αποδειχτούν και να εξομαλυνθούν. Αυτό δεν έγινε.
Από όλα τα στοιχεία που εξετάστηκαν — συνέχισε — προκύπτει πως δεν υπάρχει τίποτε το βάσιμο για να ειπωθεί ότι οι γιουγκοσλάβοι σύντροφοι παρέκκλιναν και ξεπούλησαν τη Γιουγκοσλαβία, επίσης δεν προκύπτει πως η γιουγκοσλαβική οικονομία βρίσκεται κάτω από ξένη εξάρτηση.
Με συγχωρείτε —του είπα— αλλά ας μη αναφέρουμε προς στιγμή αυτά που έχουμε αναλύσει και αποφασίσει το 1948 και το 1949. Ας πάρουμε μονάχα την αλληλογραφία σας με τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία κατά τα τελευταία δύο έτη. Όχι μόνο εσείς σε μερικές από τις επιστολές σας, αλλά και οι ίδιοι οι Γιουγκοσλάβοι στις επιστολές τους παραδέχονται πως δημιούργησαν ισχυρούς δεσμούς με τη Δύση. Πώς να εννοήσουμε τώρα τις αντίθετες εχτιμήσεις σας σχετικά με αυτά τα ζητήματα;
Έγιναν μερικά λάθη, αλλά πρέπει να εξεταστούν με προσοχή - είπε ο Σουσλόφ και άρχισε να μου αραδιάζει μια σειρά «επιχειρήματα» για να με πείσει πως οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες τάχα δεν βρίσκονταν σε λαθεμένο δρόμο. Φυσικά, προσπάθησε κι αυτός να επιρρίψει το σφάλμα στο Μπέρια και το Τζίλας και στις προσπάθειες του ιμπεριαλισμού «να προσελκύσει με το μέρος του τη Γιουγκοσλαβία».
Και ο Μολότοφ — συνέχισε ο Σουσλόφ — τήρησε αρκετά σεχταριστική στάση σχετικά μ' αυτό το πρόβλημα. Ο ίδιος έσφαλε στις διακρατικές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία και επέμενε πως τα λάθη ανήκουν στους γιουγκοσλάβους συντρόφους. Η Κεντρική Επιτροπή, όμως, ζήτησε από το Μολότοφ να αποδείξει που έσφαλαν οι Γιουγκοσλάβοι και τον κριτικάραμε βαριά για τη στάση του. Τελικά και αυτός τάχτηκε αλληλέγγυος με την Κεντρική Επιτροπή.
Πήρα το λόγο και του έκαμα λεπτομερή έκθεση των σχέσεών μας με τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία αρχίζοντας από τα χρόνια ακόμα του Εθνικοαπελευτερωτικού Αγώνα. Υπογράμμισα τις κυριότερες κατασκοπευτικές και αντιαλβανικές ενέργειες, που αυτοί είχαν επιχειρήσει και επιχειρούν συνεχώς απέναντι11 μας και καταλήγοντας του είπα:
Είναι αυτά και πολλά άλλα γεγονότα, το ένα βαρύτερο από τ' άλλο, που μας πείθουν πως η γιουγκοσλάβικη ηγεσία δεν ήταν και δεν είναι σε σωστό δρόμο. Πάντως εμείς ήμασταν πάντα και είμαστε υπέρ της ομαλής ανάπτυξης των διακρατικών σχέσεων μ' αυτούς.
Σύμφωνοι, σύμφωνοι! είπε ο Σουσλόφ. Πρέπει να ενεργήσουμε πιο ανοιχτόκαρδα. Αυτό είναι προς το συμφέρον του στρατοπέδου μας· να μη αφήσουμε τη Γιουγκοσλαβία να μας την πάρουν οι ιμπεριαλιστές.
Κατά το τέλος αυτής της συνάντησης, τάχα στα πεταχτά, μου είπε:
Εσείς έχετε καταδικάσει στα περασμένα χρόνια πολλούς εχθρούς κατηγορώντας τους ότι είχαν σύνδεση με τους Γιουγκοσλάβους. Κοιτάξτε τη δουλιά τους και κείνους που πρέπει να αποκατασταθούν, αποκαταστήστε τους.
Εμείς δεν κατηγορήσαμε κανέναν στα χαμένα του είπα ρητά - και ενώ χωριζόμασταν μου σύστησε να είμαστε πιο «μεγαλόκαρδοι».
Φάνηκε ξεκάθαρα γιατί με προσκάλεσαν για διακοπές. Μα οι χρουστσιοφικοί δεν αρκέστηκαν σ' αυτά. Είχαν σκαρώσει σατανικά σχέδια, για να υποχρεώσουν θέλοντας και μη και το Κόμμα μας να ακολουθήσει το δρόμο τους της συμφιλίωσης με τους ρεβιζιονιστές του Βελιγραδίου. Αυτή τη φορά μου καθόρισαν για διαμονή μια έπαυλη έξω από τη Μόσχα, που όπως μου είπαν, ήταν του Στάλιν. Ήταν μια απλή έπαυλη, όλοι οι κυριότεροι χώροι ήταν στο πρώτο πάτωμα, συμπεριλαβαίνοντας και το διαμέρισμά μας του ύπνου, που χωρίζονταν από το διάδρομο της εισόδου με μια τζαμόπορτα. Δεξιά ήταν η τραπεζαρία, το στούντιο και το εντευκτήριο, που τα θυμάμαι ακόμα επειδή ήταν πολύ γυμνά από έπιπλα. Ενώ αριστερά, μέσω ενός διαδρόμου και ενός δωματίου με μιντέρια δίπλα στους τοίχους, έμπαινες στην αίθουσα του κινηματογράφου. Έξω η αυλή δεν ήταν περιποιημένη, είχε πολύ λίγα λουλούδια και πρασινάδα. Δεν υπήρχαν δέντρα για σκιά, αλλά είχαν κατασκευάσει ένα περίπτερο σε σχήμα τόξου με καθίσματα επίσης σε σχήμα τόξου κολλητά στους στύλους, όπου κάθονταν κι έπαιζαν τα παιδιά. Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα μέρος σαν λαχανόκηπος. Ακριβώς σ' αυτό το σπίτι μια νύχτα ακούμε ένα δυνατό χτύπημα στη τζαμόπορτα που χώριζε το διαμέρισμά μας. Η σύζυγός μου η Νετζμίε σηκώθηκε βιαστικά, νομίζοντας πως το παιδί μας δεν ήταν καλά, γιατί εκείνη την ημέρα είχε πέσει και είχε ζουπήσει το χέρι. Μόλις βγήκε, γύρισε και μου είπε:
Είναι ένας αξιωματικός της φρουράς, σε ζητάει ο Μικογιάν στο τηλέφωνο.
Εγώ νύσταζα και ρώτησα πόσο είναι η ώρα.
12 και μισή - μου απάντησε η Νετζμίε.
Έριξα κάτι στις πλάτες και πήγα στο στούντιο όπου ήταν το τηλέφωνο. Ο Μικογιάν από το άλλο τηλέφωνο ούτε καν ζήτησε συγγνώμη που με πήρε στο τηλέφωνο τα μεσάνυχτα ή που με ξύπνησε, αλλά μου είπε:
Σύντροφε Ενβέρ, βρίσκεται εδώ στη Μόσχα ο σύντροφος Σβετοζάρ Βουκμάνοβιτς Τέμπο12 και ήμουν μέχρι τώρα μαζί του. Εσείς τον γνωρίζετε και καλά είναι να τον συναντήσετε· αυτός είναι σύμφωνος να συναντηθείτε αύριο.
Για λίγο έμεινα σιωπηρός στο τηλέφωνο, ενώ ο Μικογιάν που δεν είχε σκοπό να ρωτήσει είπε: «Λοιπόν σύμφωνοι, αύριο» με τόνο σαν να έδινε διαταγές σ' ένα κομματικό γραμματέα μιας όμπλαστι.13
Πώς, έτσι, «σύμφωνοι», σύντροφε Μικογιάν; - του είπα. Μα εγώ μίλησα με το σύντροφο Σουσλόφ και του έκθεσα την άποψη του Κόμματός μας σχετικά με τη θέση της Γιουγκοσλαβίας και του Τίτο.
Ο Μικογιάν άρχισε να μου κάνει στο τηλέφωνο έναν στερέοτυπο μονόλογο για τη «σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία», για τον Τίτο που είναι «καλός άντρας», για τα λάθη του Μπέρια και τις αμαρτίες που τάχα είχαμε κάμει εμείς (η Σοβιετική Ένωση και το Ινφορμπυρό), έπειτα κατέληξε:
Αυτό το βήμα πρέπει να το κάμετε, σύντροφε Ενβέρ, εσείς γνωρίζεστε με τον Τέμπο, μιλήστε, προσπαθήστε να εξομαλύνετε τις διαφωνίες, είναι προς το συμφέρον σας και προς το συμφέρον του στρατοπέδου. Κι εσείς πρέπει να βοηθήσετε ώστε η Γιουγκοσλαβία να μη περάσει στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο... Λοιπόν,σύμφωνοι, αύριο.
Σύμφωνοι, σύμφωνοι, αύριο - του απάντησα με σφιγμένα δόντια από το μαράζι. Επέστρεψα στο κρεββάτι, αλλά μου έφυγε ο ύπνος από τη σιχαμάρα γι' αυτά τα παρασκήνια και τα τετελεσμένα γεγονότα που σκάρωναν πυρετώδικα οι χρουστσιοφικοί στον προδοτικό τους δρόμο. Δυο φορές που είχα συναντηθεί με τον Τέμπο στην Αλβανία στον καιρό του πολέμου, και τις δύο φορές είχαμε φιλονικήσει, επειδή ήταν αυθάδης και έπασχε από μεγαλομανία. Εκτόξευε ανύπαρχτες κατηγορίες για τον αγώνα και τους ανθρώπους μας που τον καθοδηγούσαν, ή έκανε παράλογες προτάσεις για «Βαλκανικό Επιτελείο», άφησε έπειτα πως θα λειτουργούσε αυτό το επιτελείο σ' εκείνες τις συνθήκες, που με δυσκολία επικοινωνούσαμε μέσα στη χώρα από μια ζώνη σε άλλη, χωρίς να αναφέρουμε έπειτα τους σκοπούς που κρύβονταν πίσω από τη διοργάνωση αυτού του «επιτελείου». Μα τώρα τι να έλεγα στον Τέμπο, ύστερα από όλα αυτά που μας είχαν κάμει, αρχίζοντας από τον Τίτο, το Ράνκοβιτς, τους απεσταλμένους τους Βελιμίρ Στόινιτς, Νιαζί Ντισντάρεβιτς ως τους πράχτορές τους Κώτσι Τζότζε και συντροφιά14; Πώς να πεις το γουρούνι θείο;! Στριφογύριζα όλη τη νύχτα άυπνος, σκεφτόμενος τι έπρεπε να κάνω. Δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός να εξοφλήσουμε τους λογαριασμούς με τους χρουστσιοφικούς ρεβιζιονιστές.
Την επαύριο συναντηθήκαμε με τον Τέμπο. Άρχισα να του μιλώ γι' αυτά που είχαν συμβεί.
Ας αφήσουμε τα περασμένα - είπε εκείνος και άρχισε να μιλάει για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Μου είπε πως στον τομέα της βιομηχανίας είχαν κάνει προόδους, αλλά τους έλειπαν οι πρώτες ύλες.
Στη γεωργία είμαστε πολύ άσχημα, μου είπε, είμαστε πολύ πίσω, γι' αυτό σκεφτόμαστε να διαθέσουμε περισσότερες δυνάμεις. Από τα λάθη που κάμαμε στη γεωργία — συνέχισε — είχαμε κι έχουμε σφίξη. Συνέχισε έτσι να μας διηγείται για τις δυσχέρειες που είχαν και είπε πως ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν βοήθεια από τις χώρες της Δύσης με υψηλό τόκο. Τώρα η Σοβιετική Ένωση μας βοηθάει και η συνεννόηση με τους Σοβιετικούς βαδίζει καλά κατέληξε.
Του μίλησα κι εγώ για τις προόδους που πραγματοποίησε η χώρα μας κατά το διάστημα αυτό και τις δυσχέρειες που είχαμε και έχουμε ακόμα. Του μίλησα για την επιτροπή της Λίμνης της Οχρίδας όπου η πλευρά τους παρατραβούσε τις συζητήσεις, αλλά μου είπε πως αυτός δεν ήξερε τίποτε, επειδή «αυτά ήταν σχέδια των Μακεδόνων».
Πάντως, ας ιδούμε καλύτερα το ζήτημα της λίμνης της Σκόδρας, όπου τα οφέλη θα είναι μεγαλύτερα για τις δύο πλευρές, ιδιαίτερα για σας, πρόσθεσε. Να, έτσι πέρασε η συνάντηση με τον Τέμπο που μου σκάρωσαν οι Σοβιετικοί. Ύστερα από τη συνάντηση με τον Τέμπο, όταν συναντήθηκα με το Μικογιάν και με το Σουσλόφ, μου είπαν με μια φωνή:
Κάματε καλά που συναντηθήκατε με τον Τέμπο, έτσι έσπασε ο πάγος.
Σύμφωνα μ' αυτούς, ο πάγος που είχε δημιουργηθεί σα βουνό ανάμεσα σ' εμάς και τους τιτοϊκούς ρεβιζιονιστές μπορούσε να σπάσει με μια τυχαία σύσκεψη ή συνάντηση, εμείς όμως δε σκεφτόμασταν έτσι. Στις σχέσεις μας με τη Γιουγκοσλαβία δε θα υπήρχε «άνοιξη» και λιώσιμο του πάγου στον ιδεολογικό τομέα και δε σκοπεύαμε να πνιγούμε στα θολά τέλματα των χρουστσιοφικών και των τιτοϊκών.

Σημειώσεις
1
Μοναχοί επαίτες.
2
Πρόκειται για το τριμερές σύμφωνο «συνεργασίας και φιλίας» μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας, που υπογράφηκε το 1953. Το σύμφωνο αυτό που μεταβλήθηκε σε στρατιωτική συμφωνία τον Αύγουστο1954, συνέδεσε τη Γιουγκοσλαβία με την Βορειοατλαντική Συμμαχία, μέλη της οποίας ήταν και είναι η Τουρκία και η Ελλάδα.
3
Οι αποφάσεις αυτές δημοσιεύτηκαν στο όργανο του Πληροφοριακού Γραφείου των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων «Για μια σταθερήειρήνη, για μια λαϊκή δημοκρατία!», στις I Ιούλη 1948. Αριθ. 16 και στις29 Νοέμβρη 1949, Αριθ. 55.
4
Ασφαλώς, ασφαλώς! (Ρώσικα στο πρωτότυπο).
5
Βλέπε το άρθρο «Ο Χρουστσιόφ γονατιστός μπροστά στον Τίτο». Ενβέρ Χότζα «Διαλεχτά Έργα» III, Εκδοτικό «8 Νοέμβρη», Τίρανα 1980,έκδοση στην αγγλική, σελ. 479 - 498.
6
Ο Κράλης, βασιλιάς
7
«Η καθημερινή πείρα του Κόμματός μας στις σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, — αναφέρονταν μεταξύ άλλων στην επιστολή,— τόσο πριν τη ρήξη με τους Γιουγκοσλάβους το 1948, όσο και κατόπιν αυτής μέχρι σήμερα, επιβεβαιώνει σαφέστατα και τέλεια, με πολλά και έγκυρα αποδεικτικά,ότι το βασικό περιεχόμενο όλων των αποφάσεων του Ινφορμπυρό σχετικάμε το γιουγκοσλάβικο ζήτημα ήταν απόλυτα σωστό... Κατά τη γνώμη μαςμια τόσο εσπευσμένη (και απότομη) απόφαση για ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας αρχών, χωρίς να γίνει προηγούμενα μια βαθιά ανάλυση από κοινούμε όλα τα ενδιαφερόμενα σ' αυτό το ζήτημα κόμματα, και ακόμα περισσότερο η δημοσίευσή της στον τύπο και η επικύρωσή της στις συνομιλίες τουΒελιγραδίου, όχι μόνον θα ήταν παράκαιρη, αλλά θα προκαλούσε σοβαρέςζημιές στον γενικό προσανατολισμό... Εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι η γενική αυτή γραμμή του Κόμματός μας στις σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία είναι σωστή...» (Από την επιστολή της ΚΕ του ΚΕΑ προς την ΚΕ του ΚΚτης ΣΕ στις 25 Μάη 1955. Κεντρικό Αρχείο του Κόμματος - Κ.Α.Κ.).
8
Συνήλθε από τις 8 μέχρι τις 22 Νοέμβρη 1948.
9
Βλέπε: Ενβέρ Χότζα «Οι τιτοϊκοί» (Ιστορικές σημειώσεις). Εκδό
σεις «ΠΟΡΕΙΑ» Αθήνα 1983, σελ. 320 - 340.
Πρόκειται για τις δίκες του Λάζλο Ράικ, πρώην υπουργού Εσωτερικών και αργότερα υπουργού Εξωτερικών της Ουγγαρίας, του Τράικο Κο-στόφ, πρώην αντιπροέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της Βουλγαρίας, και των άλλων προβοκατόρων πρακτόρων στις χώρες της πρώην λαϊκήςδημοκρατίας. Τα στοιχεία αυτά ήταν στρατολογημένα από μερικές ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες, και αργότερα εντάχθηκαν και στην γιουγκοσλάβικη μυστική υπηρεσία.
Οι τιτοϊκοί ανέπτυξαν κατασκοπευτική δράση και σε βάρος της σοσιαλιστικής Αλβανίας στρατολογώντας, μεταξύ άλλων, τον Κώτσι Τζότζε και, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, και τον Μεχμέτ Σιέχου. Ο τελευταίος στρα-τολογήθηκε πράκτορας της αμερικάνικης κατασκοπείας από τον διευθυντήτης Αμερικάνικης Τεχνικής Σχολής στην Αλβανία, Χάρρυ Φούλτς, με διαταγή του οποίου πήγε στην Ισπανία και, ύστερα από τρία χρόνια στα στρατόπεδα προσφύγων Τσυπριέν, Γκούρς και Βερνέτ στη Γαλλία, όπου στρα-τολογήθηκε και από την Βρετανική Ιντέλλινζενς Σέρβις, γύρισε στην Αλ-
βανία. Κατά τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα στρατολογήθηκε πράκτορας των γιουγκοσλάβων τρατσκιστών, αργότερα και των σοβιετικών ρεβιζιονιστών. (Βλέπε:Ενβέρ Χότζα «Οι τιτοϊκοί» (Ιστορικές σημειώ
σεις), Εκδόσεις «ΠΟΡΕΙΑ» Αθήνα 1983, σελ. 356 - 398.
Από το 1948 μέχρι το 1955 το γιουγκοσλάβικο δίκτυο πρακτόρων έριξε ή οργάνωσε στην Αλβανία 307 κατασκοπευτικές - δυναμιτιστικές συμμορίες και συμμορίες εγκληματιών, οι οποίες συλλήφθηκαν ή εξοντώθηκαν όλες. Επίσης κατ' αυτή την περίοδο στη χώρα μας αποκαλύφθηκαν και συντρίφτηκαν οι μυστικές κατασκοπευτικές ομάδες και οργανώσεις,που στήνονταν και διευθύνονταν από την γιουγκοσλάβικη μυστική υπηρεσία σε συνεργασία μ' αυτές τις δυτικές.
Ήταν μέλος της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας. Στη διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, έπαιζε τον ρόλο του «πλανόδιου πρεσβευτή» του Τίτο στις χώρες των Βαλκανίων για να πραγματοποιήσει τις σωβινιστι-κές πανσλάβικες βλέψεις της τιτοϊκής κλίκας και για να διασπάσει τα κομμουνιστικά κόμματα και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα σ' αυτές τις χώρες. Τόσο στη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά την απελευθέρωση απότους ναζιφασίστες καταχτητές, αυτός τήρησε άγρια αντιμαρξιστική και α-ντιαλβανική στάση. (Βλέπε: Ενβέρ Χότζα «Οι τιτοϊκοί» (Ιστορικές σημειώσεις), Εκδόσεις «ΠΟΡΕΙΑ», Αθήνα 1983, σελ. 7-47,57-67,229-230.
Όμπλαστι, περιοχή (Ρώσικα στο πρωτότυπο).
Βλέπε: Ενβέρ Χότζα «Οι τιτοϊκοί» (Ιστορικές σημειώσεις), Εκδόσεις
«ΠΟΡΕΙΑ», Αθήνα 1983.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου