Σελίδες

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Για τις δέκα μεγάλες σχέσεις – Μάο ΤσεΤουνγκ - 25 'Απρίλη 1956





ΜΑΟ ΤΣΕΤΟΥΝΓΚ

ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

 

(25 'Απρίλη 1956)

Μετάφραση από τα γαλλικά

ΜΟΡΦΩΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

AΘHΝA 1977 

 

* * *



Για την απάντηση απο τη μερια του μαρξισμου-λενινισμου δειτε το 

Η απάντηση του σ. Ε.Χοτζα στην ομιλια του Μαο Τσε Τουνγκ "ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ" (25 'Απρίλη 1956)








Λόγος, που εκφωνήθηκε από το σύντροφο Μάο Τσετούνγκ σε μια πλατειά σύνοδο του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Στο λόγο αυτό, ο σύντροφος Μάο Τσετούνγκ, χρησιμοποι­ώντας τα μαθήματα που πρόσφερε η πείρα της Σοβιετικής "Ένωσης, κάνει τον απολογισμό της πείρας της χώρας μας, παρουσιάζει μια έκθεση πάνω στης δέκα μεγάλες σχέσεις που παρεμβαίνουν ατή σοσιαλιστική επανάσταση και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και προβάλλει τις θεμελιώδικες αντιλήψεις για τη γενική γραμμή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σύμφωνα με την αρχή: Ποσότητα, ταχύτητα, ποιότητα και οικονομία, γραμμή προσαρμοσμένη στις συνθήκες της χώρας μας.
 
 
 
 
Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής άκουσε τους απολογισμούς δράσης που παρουσίασαν τριάντα τέσσερεις τομείς που εξαρτιούνται από τις κεντρικές αρχές και ειδικά οι τομείς της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας, των μεταφορών, του εμπορίου και των δημόσιων οικονομικών. Σημειώσαμε μερικά προβλήματα σχετικά με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, που θα μπορούσαν να αναχθούν σε δέκα, δηλαδή σε δέκα μεγάλες σχέσεις.
Τα δέκα προβλήματα που προκύψαν, έχουν σχέση με μια βασική αρχή : να αξιοποιήσουμε όλους τούς θετικούς παράγοντες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας, έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν την υπόθεση του σοσιαλισμού. Στο παρελθόν, είναι ακριβώς αυτή η αρχή, της αξιοποίησης όλων των θετικών παραγόντων, που εφαρμόσαμε για να βάλουμε τέλος στην κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, της φεουδαρχίας και του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, και για να κερδίσουμε τη νίκη της λαϊκοδημοκρατικής επανάσταση. Τώρα, εφαρμόζουμε την ίδια αρχή στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην οικοδόμηση ενός σοσιαλιστικού Κράτους. Αλλά, στη δουλειά μας, μπαίνουνε ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε. Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα είναι οι αδυναμίες και τα λάθη που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της Σοβιετικής Ένωσης και που αποκαλύφθηκαν τελευταία. Θα θέλαμε να κάνουμε την ίδια παρέκκλιση; Στο παρελθόν, αξιοποιώντας ακριβώς αυτές τις εμπειρίες και τα μαθήματα μπορέσαμε να αποφύγουμε διάφορες παρεκκλίσεις σήμερα θα έπρεπε, ακόμα περισσότερο, να μας χρησιμεύσουν σαν προειδοποίηση, αυτές οι εμπειρίες και τα μαθήματα.
Ποιοι είναι οι θετικοί παράγοντες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας; Στο εσωτερικό, οι εργάτες και οι αγρότες αποτελούν τις κύριες δυνάμεις. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις είναι εκείνες που μπορούμε να κερδίσουμε με το μέρος μας. Όσο για τις αντιδραστικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι είναι αρνητικοί παράγον­τες, πρέπει να κάνουμε σωστά τη δουλειά που επιβάλ­λεται για να μετατρέψουμε, στο μέτρο του δυνατού, αυ­τούς τούς αρνητικούς παράγοντες σε θετικούς παράγον­τες. Στο διεθνές πεδίο πρέπει να ενωθούμε με oλες τις δυνάμεις που μπορούν να ενωθούν μαζί μας, να ουδετεροποιήσουμε τις δυνάμεις που δεν μπορούν να ενωθούν μαζί μας και επίσης να διασπάσουμε τις αντιδραστικές δυνάμεις για να αποκομίσουμε οφέλη απ'αυτό. Γενικά, πρέπει να κινητοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις, άμεσες η έμμεσες, για να παλέψουμε με σκοπό να μετατρέψουμε τη χώρα μας σε ένα ισχυρό σοσιαλιστικό Κράτος, θα αναπτύξω τώρα αυτά τα δέκα προβλήματα:
Ι. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΑΡΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΠO ΤΗ ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΕΛΑΦΡΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΑΠ
O ΤΗΝ
ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ
Η βαριά βιομηχανία είναι ο κύριος παράγοντας στην οικοδόμη­ση της χώρας μας. Πρέπει, κατά προτεραιότητα, να αναπτύξουμε την παραγωγή των μέσων παραγωγής, αυτό είναι ξεκαθαρισμένο. Ωστόσο δεν πρέπει, από το λόγο αυτό, να αμελήσουμε την παρα­γωγή των ειδών διατροφής, ειδικά την παραγωγή των δημητρια­κών. Αν δεν έχουμε αρκετά δημητριακά και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, δε θα μπορέσουμε καν να ταΐζουμε τούς εργάτες μας. Πώς θα μπορούσε τότε να γίνεται λόγος για ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας; Είναι γι’αυτό που πρέπει να αποκαταστήσουμε μια σωστή σχέση ανάμεσα στη βαριά βιομηχανία από τη μια πλευρά και την ελαφριά βιομηχανία και την αγροτική οικονομία από την άλλη.
Στη ρύθμιση της σχέσης ανάμεσα στη βαριά βιομηχανία από τη μια πλευρά και στην ελαφριά βιομηχανία και την αγροτική οι­κονομία από την άλλη, δεν έχουμε κάνει λάθη αρχής. Τα κατα­φέραμε καλύτερα από ότι η Σοβιετική Ένωση και ορισμένες χώ­ρες της 'Ανατολικής Ευρώπης. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στη Σοβιετική Ένωση - όπου, για πολύ καιρό, η παραγωγή δημητριακών δεν είχε φτάσει στο επίπεδο-ρεκόρ της προεπανα­στατικής περιόδου-δεν υπάρχει στη χώρα μας, όπως δεν υπάρχουν ούτε και τα σοβαρά προβλήματα που γνωρίζουν ορισμένες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σα συνέπεια μιας πολύ μεγάλης ανισορροπίας ανάμεσα στην ανάπτυξη της ελαφριάς βιομηχανίας και στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Όλες αυτές οι χώρες δώσανε μονόπλευρα το βάρος στη βαριά βιομηχανία σε βάρος της αγροτικής οικονομίας και της ελαφριάς βιομηχανίας, πράγμα που έφερε την έλλειψη εμπορευμάτων στην αγορά και τη νομισματική αστάθεια. Εμείς, δώσαμε περισσότερη σημασία στην αγροτική οικονομία και στην ελαφριά βιομηχανία. Δώσαμε πάντα προσοχή στην αγροτική οικονομία και την αναπτύξαμε, εξασφαλίζοντας έτσι σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό, τις προμήθειες δημητριακών και πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Τα είδη καθημερινής κατανάλωσης είναι αρκετά άφθονα στη χώρα μας, οι τιμές και το νόμισμα είναι σταθερά.
Το ζήτημα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας, είναι να κάνουμε καινούργιες προσπάθειες για να αναπροσαρμόσουμε όπως πρέπει την αναλογία των επενδύσεων στη βαριά βιομηχανία από τη μια πλευρά και στην αγροτική οικονομία και στην ελαφριά βιομηχανία από την άλλη, έτσι ώστε να αναπτύξουμε ακόμη περισσότερο την αγροτική οικονομία και την ελαφριά βιομηχανία. Αυτό σημαίνει μήπως, ότι δε θα δίνεται πια το βάρος στη βαριά βιομηχανία; Όχι, το βάρος θα δίνεται πάντα σ’αυτόν τον τομέα, που έχει πρωταρχική θέση στις επενδύσεις μας. Αλλά, πρέπει να αυξήσουμε το μερίδιο των επενδύσεων που προορίζονται για την αγροτική οικονομία και για την ελαφριά βιομηχανία.
Τί θα προκύψει από μια τέτοια αύξηση; Πρώτα - πρώτα θα μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε καλύτερα τις ανάγκες του λαού και έπειτα, να επιταχύνουμε τη συσσώρευση κεφαλαίων πράγμα που θα επιτρέψει μια καλύτερη και εντατικότερη ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Και η βαριά βιομηχανία μπορεί επίσης να συσσωρεύσει κεφάλαιο, αλλά, στις οικονομικές συνθήκες που γνωρίζει σήμερα η χώρα μας, η συσσώρευση μέσο της ελαφριάς βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας είναι πιο σημαντική και πιο γρήγορη.
Εδώ μπαίνει ένα ερώτημα: Η επιθυμία σας να αναπτύξετε τη βαριά βιομηχανία είναι ειλικρινής η όχι, είναι έντονη ή μέτρια; Αν η επιθυμία σας δεν είναι ειλικρινής ή είναι μόνο μέτρια, τότε θα βλάψετε την αγροτική οικονομία και την ελαφριά βιομηχανία δίνοντάς τους λιγότερες επενδύσεις. Αν η επιθυμία σας είναι ειλικρινής ή έντονη, τότε πρέπει να δώσετε προσοχή στην αγροτική οικονομία και στην ελαφριά βιομηχανία, με τέτοιο τρόπο που να αυξηθεί η παραγωγή δημητριακών και πρώτων υλών για την ελαφριά βιομηχανία και να πραγματοποιηθεί μια πιο σημαντική συσσώρευση∙ και έτσι θα μπορούμε να επενδύουμε περισσότερα κεφάλαια στη βαριά βιομηχανία.
Για να αναπτύξουμε τη βαριά βιομηχανία μας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δύο μέθοδες: η μια μέθοδος συνίσταται στο να ελαττώσουμε την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και της ελαφριάς βιομηχανίας, η άλλη - στο να την εντείνουμε. Εξετάζοντας τα πράγματα μακροπρόθεσμα, βλέπουμε πώς η πρώτη μέθοδος θα προσφέρει μια περιορισμένη και αργή ανάπτυξη στη βαριά βιομηχανία, ή, τουλάχιστον, όχι σταθερές βάσεις. Αν κάνουμε απολογισμό μετά από μερικές δεκάδες χρόνια, θα δούμε ότι με μια τέτοια μέθοδο δε βγαίνουμε κερδισμένοι. Η δεύτερη μέθοδος θα εξασφαλίσει στη βαριά βιομηχανία μια ανάπτυξη πιο μεγάλη και πιο γρήγορη, και επιπλέον, ικανοποιώντας τις ανάγκες του λαού, θα επιτρέψει στη βαριά βιομηχανία να αναπτυχθεί σε πιο σταθερές βάσεις. 


ΙΙ. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΙ
ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Η βιομηχανία μας είχε συγκεντρωθεί στις παραλιακές περιοχές. Εννοούμε εδώ το Λιαονίνγκ, το Χοπέϊ, το Πεκίνο, το Τιεν-τσίν, το 'Ανατολικό Χονάν, το Χανγτόνγκ, το Ανχουέϊ, το Κιανγκ-σού, τη Σαγκάη, το Τσεκιάνγκ, το Φουκιέν, το Κουάνγκτονγκ και το Κουανγκσί. Περίπου τα 70 στα εκατό της ελαφριάς βιομηχανίας, καθώς και της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας βρίσκονται στις παραλιακές περιοχές και μόνο τα 30 στα εκατό στο εσωτερικό της χώρας. Είναι μια αλόγιστη κατάσταση που κληρονομήσαμε από την ιστορία. Οι βιομηχανικές βάσεις των παραλιακών περιοχών πρέπει να αξιοποιηθούν ολοκληρωτικά. Ωστόσο, για να πετύχουμε μια πιο ισόρροπη κατανομή της βιομηχανίας, πρέπει να αναπτύξουμε ορμητικά τη βιομηχανία στο εσωτερικό της χώρας. Όσον άφορα τη σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία των παραλιακών περιοχών και στη βιομηχανία του εσωτερικοί της χώρας και εδώ δεν έχουμε διαπράξει σοβαρά λάθη. Μόνο αυτά τα τελευταία χρόνια, σα συνέπεια μιας ορισμένης υποτίμησης της παραλιακής βιομηχανίας, δε δώσαμε μια τόσο μεγάλη προσοχή στην ανάπτυξή της. Πρέπει να διορθώσουμε αυτή την κατάσταση πραγμάτων.
Προηγούμενα, ο πόλεμος συνεχιζόταν στην Κορέα και η διεθνής κατάσταση παράμενε πολύ τεταμένη. Αυτό δε μπορούσε να μη επιδράσει στη στάση μας απέναντι στη βιομηχανία στις παραλιακές περιοχές. Τώρα, που ένας καινούργιος επιθετικός πόλεμος ενάντια στην Κίνα, ή ένας καινούργιος παγκόσμιος πόλεμος δεν πρόκειται, κατά τις εκτιμήσεις μας, να ξεσπάσει σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και που η περίοδος της ειρήνης θα μπορούσε να διαρκέσει δέκα ή και παραπάνω χρόνια, θα ήταν λαθεμένο να μην αξιοποιήσουμε πέρα για πέρα τη δυνατότητα των εξοπλισμών και το τεχνικό δυναμικό της βιομηχανίας των παραλιακών περιοχών. Ακόμη και στην περίπτωση που η περίοδος της ειρήνης δε διαρκέσει παρά μόνο πέντε χρόνια και όχι δέκα, πρέπει επί τέσσερα χρόνια να αναπτύξουμε σωστά τις βιομηχανίες μας σ’αυτές τις περιοχές και όταν ο πόλεμος ξεσπάσει, τον πέμπτο χρόνο, θα τις μεταφέρουμε αλλού. Σύμφωνα με τα γνωστά δεδομένα, η κατασκευή μιας επιχείρησης ελαφριάς βιομηχανίας, καθώς και η συσσώρευση κεφαλαίου από ένα τέτοιο εργοστάσιο, γίνεται συνήθως πολύ σύντομα∙ αφού μπει σε λειτουργία μπορούμε να κερδίσουμε σε τέσσερα χρόνια το κεφάλαιο που είχε επενδυθεί σ'αυτό το εργοστάσιο και ακόμη μπορούμε να συγκεντρώσουμε τα χρήματα που θα επέτρεπαν να κατασκευάσουμε τρία καινούργια εργοστάσια η δύο, η ένα, η τουλάχιστον μισό εργοστάσιο. Γιατί να μη εκμεταλλευτούμε μια τόσο καλή εύκαιρα; Το να πιστεύουμε ότι η ατομική βόμβα βρίσκεται κιόλας πάνω από το κεφάλι μας και ότι θα πέσει από στιγμή σε στιγμή, είναι μία εκτίμηση της κατάστασης που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και η παθητική στάση, που θα απέρρεε από δω, απέναντι στις βιομηχανίες των παραλιακών περιοχών, θα ήταν λαθεμένη.
Αυτό δεν πάει να πει ότι πρέπει να εγκαταστήσουμε όλα τα καινούργια εργοστάσια στις παραλιακές περιοχές. Τα περισσότερα απ’αυτά πρέπει να εγκατασταθούν στο εσωτερικό της χώρας, έτσι ώστε η κατανομή της βιομηχανίας να γίνει σιγά-σιγά πιο ισόρροπη, πράγμα που έξαλλου θα ευνοούσε τις προετοιμασίες μπροστά στην πρόβλεψη ενός πολέμου. Σ'αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αλλά μπορούμε επίσης να κατασκευάσουμε στις ακτές εργοστάσια και ορυχεία, που μερικά από αυτά θα μπορούσαν να είναι μεγάλου μεγέθους. Όσον αφορά τη διεύρυνση και την ανασυγκρότηση των επιχειρήσεων της ελαφριάς βιομηχανίας όπως και της βαριάς βιομηχανίας που υπάρχουν στις παραλιακές περιοχές, έχουμε κάνει μερικά πράγματα σ'αυτή την κατεύθυνση και στο μέλλον πρέπει να συνεχίσουμε δραστήρια τις προσπάθειες μας.
Αν αξιοποιήσουμε πλήρως και αναπτύξουμε τις παλιές βάσεις της βιομηχανίας στις παραλιακές περιοχές, θα είμαστε σε ακόμα καλύτερη θέση για να δώσουμε μια ώθηση και να υποστηρίξουμε τη βιομηχανία στο εσωτερικό της χώρας. Αν υιοθετήσουμε μια παθητική στάση απέναντι στις παραλιακές βιομηχανίες, αυτό θα εμποδίσει τη γρήγορη ανάπτυξη των βιομηχανιών στο εσωτερικό. Λοιπόν, εδώ, μπαίνει πάλι το ερώτημα: έχετε πραγματικά την επιθυμία να αναπτύξετε τη βιομηχανία στο εσωτερικό της χώρας; Αν αυτή η επιθυμία είναι ειλικρινής και όχι επιφανειακή, θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε και να αναπτύξετε ακόμη περισσότερο τις παραλιακές βιομηχανίες, προπάντων την ελαφριά βιομηχανία. 

III. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Δε μπορούμε να κάνουμε δίχως εθνική άμυνα. Στην παρούσα στιγμή η αμυντική μας δύναμη είναι κιόλας αρκετά σημαντική. Σαν αποτέλεσμα του πολέμου αντίστασης στην αμερικανική επίθεση και της βοήθειας στην Κορέα, καθώς και σαν αποτέλεσμα μιας πολύχρονης εκπαίδευσης και σταθεροποίησης, ο στρατός μας δυνάμωσε και έγινε πιο ισχυρός από ότι ήταν ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετικής "Ένωσης την παραμονή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα βελτιώθηκε ο εξοπλισμός του. Η βιομηχανία μας της εθνικής άμυνας άρχισε να οικοδομείται. Από τότε που ο Παν Κου χώρισε τον Ουρανό από τη Γη, δεν ήμασταν ποτέ ικανοί να κατασκευάσουμε αεροπλάνα ή αυτοκίνητα∙ τώρα αρχίζουμε να κατασκευάζουμε απ’αυτά.
Δεν έχουμε ακόμα ατομική βόμβα. Στο παρελθόν, δεν είχαμε ούτε αεροπλάνα, ούτε κανόνια∙ είναι με κεχρί και τουφέκια που νικήσαμε το γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό και τον Τσάνγκ Κάϊ-σέκ. Είμαστε πιο δυνατοί από άλλοτε και θα γίνουμε ακόμη πιο δυνατοί. Θα έχουμε όχι μόνο περισσότερα αεροπλάνα και κανόνια, άλλα και την ατομική βόμβα. Στο σημερινό κόσμο, αν δε θέλουμε να εγκαταλειφθούμε στην καταστροφή, δε μπορούμε να κάνουμε δίχως αυτό το όπλο. Πώς, επομένως να ενεργήσουμε; Ο πιο σίγουρος τρόπος είναι να μειώσουμε σε ένα προσαρμοσμένο ποσοστό το μερίδιο των στρατιωτικών και διοικητικών δαπανών και να αυξήσουμε τις πιστώσεις που προορίζονται για την οικονομική οικοδόμηση. Η οικοδόμηση της εθνικής άμυνας θα μπορέσει να πραγματοποιήσει μεγαλύτερες προόδους μόνο αν η οικονομική οικοδόμηση αναπτύσσεται πιο γρήγορα.
Το 1950, στην τρίτη ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί στο 7ο συνέδριο του Κόμματος, είχαμε κιόλας θέσει το καθήκον για την απλοποίηση των κρατικών οργανισμών και για την ελάττωση των διοικητικών και στρατιωτικών δαπανών, ξεκινώντας από την εκτίμηση ότι αυτό αποτελούσε έναν από τούς τρεις όρους που έπρεπε να εκπληρώσουμε για να πετύχουμε μια ριζική καλυτέρευση της νομισματικής και οικονομικής κατάστασης της χώρας. Κατά την περίοδο του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου, οι στρατιωτικές και διοικητικές δαπάνες έφτασαν στα 30 στα εκατό του συνόλου του κρατικού προϋπολογισμού. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη αναλογία. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου πεντάχρονου σχεδίου, πρέπει να ελαττώσουμε τις δαπάνες αυτές στα 20 στα εκατό περίπου, έτσι ώστε να ελευθερώσουμε περισσότερα κεφάλαια που θα χρησιμεύσουν για την κατασκευή περισσότερων εργοστασίων και την παραγωγή περισσότερων μηχανών. Ύστερα από ένα ορισμένο διάστημα, θα έχουμε όχι μόνο πολλά αεροπλάνα και πολλά κανόνια, αλλά πιθανόν επίσης και την ατομική βόμβα μας.
Εδώ μπαίνει ξανά το ερώτημα: Έχετε πραγματική και πολύ ζωηρή επιθυμία να αποχτήσετε την ατομική βόμβα, ή πρόκειται για μια χαλαρή επιθυμία χωρίς μεγάλη ένταση; Αν η επιθυμία σας είναι πραγματική, πολύ ζωηρή, τότε πρέπει να ελαττώσετε το μερίδιο των στρατιωτικών και διοικητικών δαπανών για να κάνετε μεγαλύτερες επενδύσεις στον τομέα της οικονομικής οικοδόμησης. Αν η επιθυμία σας γι' αυτό δεν είναι πραγματική, ούτε πολύ ζωηρή, τότε προσαρμοστείτε με την παλιά ρουτίνα. Πρόκειται για ένα θέμα στρατηγικού προσανατολισμού, καλά θα έκανε η Στρατιωτική επιτροπή να το εξετάσει.
Θα ήταν καλό, σήμερα, να αποστρατεύσουμε όλους τούς στρατιώτες μας; Όχι βέβαια επειδή υπάρχουν ακόμα εχθροί που μας πιέζουν και μας περικυκλώνουν. Πρέπει να ενισχύσουμε την εθνική μας άμυνα και, για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει πρώτα-πρώτα να δυναμώσουμε την οικονομική μας οικοδόμηση. 



IV. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΣΤΙΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ
ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ

Πρέπει να ρυθμίσουμε σωστά τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος από τη μια πλευρά, στα εργοστάσια και στους συνεταιρισμούς αγροτικής παραγωγής από την άλλη πλευρά∙ ανάμεσα στα εργοστάσια και στους συνεταιρισμούς από τη μια πλευρά, τούς παραγωγούς από την άλλη πλευρά. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να μη φροντίζουμε μόνο για το ένα στοιχείο, άλλα να παίρνουμε υπόψη μας ταυτόχρονα, τα συμφέροντα του κράτους, της ομάδας και του άτομου, με άλλα λόγια, όπως λέγαμε συχνά στο παρελθόν: «να λογαριάζουμε τις ανάγκες του στρατού όσο και τις ανάγκες του πληθυσμού» και «να λογαριάζουμε τα δημόσια συμφέροντα όσο και τα ιδιωτικά συμφέροντα». Παίρνοντας υπόψη την πείρα της Σοβιετικής Ένωσης όπως και τη δικιά μας πείρα, πρέπει, στο μέλλον, να δώσουμε μια καλύτερη λύση στο πρόβλημα αυτό.
Ας πάρουμε την περίπτωση των εργατών. Μαζί με την αύξηση της παραγωγικότητάς τους, πρέπει να βελτιώνονται προοδευτικά οι συνθήκες εργασίας τους και να ανεβαίνει βαθμιαία η συλλογική ευημερία τους. Εμείς πάντα εκτιμήσαμε το στύλ της απλής ζωής και της σκληρής πάλης και είμαστε ενάντια στο να μπαίνει πάνω απ’όλα το ατομικό και υλικό συμφέρον∙ παράλληλα έχουμε πάντα υποστηρίξει τη φροντίδα για τις συνθήκες ζωής των μαζών και τον αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία που αδιαφορεί για την ευημερία των μαζών. Μαζί με την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας στο σύνολό της, πρέπει να αναπροσαρμόζουμε αντίστοιχα και τους μισθούς. Σχετικά μ'αυτό, μόλις αποφασίσαμε μια ορισμένη αύξηση και αυτή η αύξηση θα γίνει προπαντός στη βάση, προς όφελος των εργατών, με σκοπό να ελαττώσουμε τις διαφορές ανάμεσα στους υψηλότερους και στους χαμηλότερους μισθούς. Γενικά, οι μισθοί στη χώρα μας δεν είναι υψηλοί, αλλά καθώς ο βαθμός απασχόλησης έχει αυξηθεί και οι τιμές παραμένουν χαμηλές και σταθερές και σα συνέπεια άλλων συνθηκών, η ζωή των εργατών καλυτέρευσε αισθητά. Στο προλεταριακό καθεστώς, οι εργάτες έχουν πάντα εκδηλώσει μια πολύ υψηλή πολιτική συνείδηση και ένα πολύ μεγάλο ενθουσιασμό για τη δουλειά. Όταν, στο τέλος του περασμένου χρόνου, η Κεντρική Επιτροπή έκανε έκκληση για την πάλη ενάντια στο δεξιό συντηρητισμό, οι εργατικές μάζες, ανταποκρίθηκαν θερμά στην έκκληση αυτή και - πράγμα εξαιρετικό - ξεπέρασαν μέσα σε τρεις μήνες σκληρής πάλης, το σχέδιο για το φετινό πρώτο τρίμηνο. Εμείς πρέπει να διαδώσουμε αυτό το πνεύμα τους της σκληρής πάλης∙ πρέπει επίσης να αφιερώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στη λύση των καυτών προβλημάτων που συναντούν στη δουλειά τους και στην καθημερινή τους ζωή.
Εδώ θα σταθώ στο ζήτημα της αυτονομίας των εργοστασίων κάτω από την ενιαία καθοδήγηση. Δε μου φαίνεται σωστό να συγκεντρώνονται όλα στα χέρια των κεντρικών, επαρχιακών ή δημοτικών αρχών, χωρίς να αφήνονται στα εργοστάσια ούτε δικαιώματα, ούτε ελευθερία δράσης, ούτε οφέλη, όσον άφορα το ζήτημα να ξέρουμε σε ποιές αναλογίες θα πρέπει να απολαμβάνουν δικαιώματα και οφέλη οι κεντρικές, οι επαρχιακές ή δημοτικές αρχές και τα εργοστάσια, αντίστοιχα δεν έχουμε μεγάλη πείρα και πρέπει να μελετήσουμε παραπέρα το ζήτημα αυτό. Από άποψη αρχής η συγκεντροποίηση και η αυτονομία συγκροτούν μια ενότητα αντιθέτων∙ η συγκεντροποίηση είναι αναγκαία άλλα και η αυτονομία επίσης είναι αναγκαία. Για παράδειγμα, είμαστε τώρα σε συνεδρίαση, να η συγκεντροποίηση. Αλλά, όταν τελειώσει η συνεδρίαση, μερικοί θα πάνε για βόλτα, άλλοι για να διαβάσουν, άλλοι για να φάνε, αυτό είναι η αυτονομία. Αν συνεχίζαμε για αόριστο διάστημα αυτή τη συνεδρίαση αντί να τη διακόψουμε για να δοθεί στον καθένα αυτονομία, οι παραβρισκόμενοι δε θα πέθαιναν στο τέλος; Αν αυτό ισχύει για το κάθε άτομο, το ίδιο ισχύει και για τα εργοστάσια και για τις άλλες μονάδες παραγωγής. Κάθε μονάδα παραγωγής πρέπει να έχει μία ορισμένη αυτονομία συνδεδεμένη με την συγκεντροποίηση. Μόνο έτσι θα μπορεί να αναπτύσσεται ακόμα πιο ορμητικά.
Ας μιλήσουμε τώρα για τους αγρότες. Οι σχέσεις μας μαζί τους ήταν πάντα καλές, αλλά στο ζήτημα των δημητριακών έχουμε κάνει ένα λάθος. Το 1954, ενώ πλημμύρες είχαν προκαλέσει μια πτώση της παραγωγής σε μερικές περιοχές της χώρας, αυξήσαμε την αγορά δημητριακών κατά 3,5 εκατομμύρια τόνους. Σα συνέπεια της πτώσης της παραγωγής και της αύξησης των αγορών δημητριακών, την τελευταία άνοιξη σε πολλά μέρη, όλος σχεδόν ο κόσμος μιλούσε για το πρόβλημα των δημητριακών και σε κάθε σχεδόν σπίτι μιλούσαν για ενιαία πούληση. Οι αγρότες, παραπονιόντουσαν και ακούγαμε πολλά μουρμουρητά μέσα και έξω από το Κόμμα. Μερικά άτομα υπερβάλλουν σκόπιμα και εκμεταλλεύονται την περίπτωση για να μας επιτεθούν, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι και εμείς δεν έχουμε αδυναμίες. Εξαιτίας της έλλειψης βαθιών ερευνών και της άγνοιας της πραγματικής κατάστασης αυξήσαμε τις αγορές μας σε δημητριακά κατά 3,5 εκατομμύρια τόνους, αυτό ήταν ένα λάθος. Καθώς ανακαλύψαμε το λάθος μας, ελαττώσαμε το 1955 τις αγορές μας σε δημητριακά κατά 3,5 εκατομμύρια τόνους και εφαρμόσαμε ένα μέτρο, που το αποκαλέσαμε «τριπλός καθορισμός» - καθορισμός του ύψους της παραγωγής, των αγορών και της πούλησης - επί πλέον είχαμε και μια καλή σοδειά. Χάρη σ’αυτή την ελάττωση των αγορών, στην όποια προστέθηκε και μία αύξηση της παραγωγής, τα αποθέματα δημητριακών στους αγρότες αυξήθηκαν κατά 10 εκατομμύρια τόνους. Ακόμη και οι αγρότες που προηγούμενα είχανε εκφράσει παράπονα δήλωσαν· «Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι πραγματικά καλό». Αυτό το μάθημα πρέπει να το θυμάται ολόκληρο το Κόμμα.
Στη Σοβιετική Ένωση οι αγρότες πιέζονται υπερβολικά. Με μέτρα όπως αυτό που είναι γνωστό με την ονομασία της υποχρεωτικής παράδοσης, προαφαιρείται ένα πολύ μεγάλο μέρος της σοδειάς τους και σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές. Συσσωρεύοντας κεφάλαιο με αυτό τον τρόπο παγώνουν σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό τον ενθουσιασμό των αγροτών για την παραγωγή. Θέλετε μία κότα να γέννα πολλά αυγά, αλλά δεν της δίνετε σπόρους να φάει. Θέλετε το άλογό σας να τρέχει καλά, άλλα χωρίς να τρώει σανό. Υπάρχει τέτοια λογική στον κόσμο!
Η δική μας πολιτική απέναντι στους αγρότες είναι διαφορετική από αυτή που ακολουθείται στη Σοβιετική Ένωση. Εμείς παίρνουμε υπόψη ταυτόχρονα και τα συμφέροντα του Κράτους και τα συμφέροντα των αγροτών. Ο αγροτικός μας φόρος παρέμεινε πάντα σχετικά χαμηλά. Στην ανταλλαγή βιομηχανικών προϊόντων και αγροτικών προϊόντων η πολιτική που ακολουθούμε είναι το να ελαττώνουμε τις διαφορές, το να ανταλλάσσουμε προϊόντα σε ίσες αξίες ή σχεδόν ίσες. Ασκούμε την ενιαία αγορά των αγροτικών προϊόντων σε μια κανονική τιμή και έτσι οι αγρότες δεν δέχονται καμιά φθορά. Εξ άλλου, οι τιμές αγοράς ανεβαίνουν βαθμιαία. Για τα βιομηχανικά προϊόντα που προμηθεύουμε στους αγρότες, ασκούμε μια πολιτική χαμηλού κέρδους και αυξανόμενης πούλησης, σταθεροποίησης ή κατάλληλης μείωσης των τιμών. Προμηθεύοντας δημητριακά στους αγρότες των περιοχών που δεν έχουν επάρκεια σιτηρών προσφέρουμε συνήθως μία μικρή επιχορήγηση. Παρ’όλα αυτά αν αφηνόμασταν στην αμέλεια, θα ήταν δυνατό να κάνουμε τέτοια ή αλλιώτικα λάθη. Μιας και σοβαρά λάθη έχουν γίνει στη Σοβιετική Ένωση στο θέμα αυτό, πρέπει να δώσουμε ακόμα πιο μεγάλη σημασία στην αποκατάσταση σωστών σχέσεων ανάμεσα στο Κράτος και στους αγρότες.
Πρέπει επίσης να αποκαταστήσουμε σωστές σχέσεις ανάμεσα στους συνεταιρισμούς και στους αγρότες. Όσον άφορα το εισόδημα των συνεταιρισμών, πρέπει να ορίσουμε σωστά το μερίδιο απ’αυτό που αναλογεί στο κράτος, το μερίδιο απ'αυτό που αναλογεί στο συνεταιρισμό και το μερίδιο απ’αυτό που αναλογεί στους αγρότες και να καθορίσουμε όπως πρέπει τον τρόπο κατανομής του. Ο,τι κρατούν οι συνεταιρισμοί είναι άμεσα στην υπηρεσία των αγροτών. Τα έξοδα παραγωγής είναι απαραίτητα, εννοείται, αλλά και τα έξοδα διαχείρισης είναι επίσης απαραίτητα. Η συλλογική συσσώρευση κεφαλαίου υπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή ενώ τα κεφάλαια της δημόσιας ευημερίας υπηρετούν την καλυτέρευση των υλικών όρων ζωής των αγροτών. Πρέπει όμως να συζητήσουμε με τους αγρότες για να καθορίσουμε μια ορθολογική αναλογία ανάμεσα στις πιστώσεις που διατίθενται για διάφορες χρήσεις. Τα έξοδα παραγωγής και τα έξοδα διαχείρισης πρέπει να χρησιμοποιηθούν με ένα πνεύμα οικονομίας. Το Κεφάλαιο της συλλογικής συσσώρευσης και το κεφάλαιο της δημόσιας ευημερίας, πρέπει να παραμείνουν σε ορισμένα όρια∙ δεν πρέπει να ελπίζουμε να πραγματοποιήσουμε όλα τα καλά μέσα σε ένα χρόνο μόνο.
Εκτός από περιπτώσεις φυσικών συμφορών, πρέπει να δρούμε με τέτοιο τρόπο, ώστε πάνω στη βάση της αύξησης της αγροτικής παραγωγής το 90 % των μελών των συνεταιρισμών να παίρνουν κάθε χρόνο ένα εισόδημα ανώτερο από εκείνο του προηγουμένου χρόνου και τα 10 % από αυτούς να μπορούν να διατηρήσουν το δικό τους εισόδημα στο ίδιο επίπεδο∙ σε περίπτωση μείωσης του εισοδήματος πρέπει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να παίρνονται τα κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης.
Συνοπτικά, είναι ανάγκη να λογαριάζουμε ταυτόχρονα τα συμφέροντα του κράτους και των εργοστασίων, του κράτους και των εργατών, των εργοστασίων και των εργατών, του κράτους και των συνεταιρισμών, του κράτους και των αγροτών, των συνεταιρισμών και των αγροτών. Δεν πρέπει να παίρνουμε υπόψη μόνο το ένα στοιχείο. Το να φροντίζουμε μόνο για το ένα στοιχείο, οποίο και αν είναι αυτό, είναι επιζήμιο για το σοσιαλισμό, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που ενδιαφέρει τα έξη εκατοντάδες εκατομμύρια των κατοίκων μας. Οφείλουμε να το εξηγούμε ακούραστα σε όλο το Κόμμα και σε όλο το λαό. 

V. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ

Η σχέση ανάμεσα στις κεντρικές αρχές και στις τοπικές διοικήσεις αποτελεί επίσης μια αντίθεση. Για να λύσουμε αυτή την αντίθεση πρέπει τώρα να φροντίσουμε να επεκτείνουμε κάπως την εξουσία των τοπικών διοικήσεων, να παραχωρήσουμε σ’αυτές περισσότερη αυτονομία και να δώσουμε σ’αυτές τη δυνατότητα να αναπτύσσουν περισσότερες δραστηριότητες με την προϋπόθεση ότι θα ενισχυθεί η ενιαία καθοδήγηση των κεντρικών αρχών. Αυτό μας ευνοεί περισσότερο στην οικοδόμηση ενός ισχυρού σοσιαλιστικού κράτους.
Στη χώρα μας, που έχει ένα έδαφος τόσο εντεταμένο, ένα πληθυσμό τόσο πολυάριθμο και συνθήκες τόσο πολύπλοκες, δύο πηγές πρωτοβουλίας, αυτή της κεντρικής διοίκησης και εκείνη των τοπικών άρχων, αξίζουν πολύ περισσότερα από μια μοναδική πηγή. Δεν πρέπει, όπως έκανε η Σοβιετική Ένωση, να τα συγκεντρώσουμε όλα στα χέρια της κεντρικής αρχής, ούτε και να ασκούμε ένα πολύ άκαμπτο έλεγχο, επάνω στις τοπικές διοικήσεις, χωρίς να αφήνουμε σ'αυτές κανένα περιθώριο πρωτοβουλίας.
Οι κεντρικές αρχές θέλουν να αναπτύξουν τη βιομηχανία, αυτό θέλουν επίσης και οι τοπικές αρχές. Οι ίδιες οι βιομηχανίες που εξαρτιούνται άμεσα από τις κεντρικές αρχές ζητούν τη συνδρομή των τοπικών διοικήσεων. Όσο για την αγροτική οικονομία και το εμπόριο αυτά πρέπει ακόμα περισσότερο, να στηρίζονται στις ίδιες τις δικές τους προσπάθειες. Με λίγα λόγια, για να δώσουμε μια ώθηση στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, είναι απαραίτητο να αφήσουμε τις τοπικές αρχές να πάρουνε πρωτοβουλίες. Για να εδραιώσουν την εξουσία τους, οι κεντρικές αρχές οφείλουν να παίρνουν υπόψη τα τοπικά συμφέροντα.
Σήμερα, δεκάδες χέρια επεμβαίνουν στις υποθέσεις των τοπικών αρχών και αυτό δυσκολεύει τη διαχείρησή τους. Όταν δημιουργείται ένα υπουργείο, θέλει να κάνει την επανάσταση και γι’αυτό εκδίδει εντολές. Μιας και δεν μπορούν να απευθύνουν τις εντολές αυτές στις επαρχιακές κομματικές επιτροπές και στις επαρχιακές λαϊκές επιτροπές, τα υπουργεία έρχονται σε απευθείας επαφή με τα επαρχιακά τμήματα και τα δημοτικά γραφεία και τους δίνουν κάθε μέρα εντολές. Καθώς λένε ότι οι εντολές προέρχονται από την κεντρική εξουσία, παρόλο που ούτε η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, ούτε το Συμβούλιο των Κρατικών Υποθέσεων γνωρίζουν τίποτε σχετικό, αυτές ασκούν μια μεγάλη πίεση στις τοπικές διοικήσεις. Υπάρχει ένας τέτοιος σωρός από έντυπα στατιστικής να συμπληρωθούν που γίνεται μια πραγματική συμφορά. Οφείλουμε να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση πραγμάτων.
Πρέπει να ευνοήσουμε ένα στύλ δουλειάς που να βασίζεται στις διαβουλεύσεις με τις τοπικές διοικήσεις. Κατά τη διεξαγωγή των υποθέσεων, η Κεντρική Επιτροπή πρέπει να ζητάει πάντα τη γνώμη των τοπικών οργανισμών. Δεν πρέπει ποτέ να εκδίδει εντολές στα τυφλά, χωρίς προηγούμενα να ακούσει τη γνώμη των τοπικών οργανισμών. Ελπίζουμε, ότι όλα τα υπουργεία και τα τμήματα που εξαρτιούνται από τις κεντρικές αρχές θα πάρουν αυτό υπόψη τους. Θα πρέπει να συμβουλεύονται τις τοπικές διοικήσεις για τις υποθέσεις που τις αφορούν, πριν εκδώσουν εντολές.
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα τμήματα της κεντρικής διοίκησης σε δυο κατηγορίες. Αυτά που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι σε θέση να επεκτείνουν την εξουσία τους ως τις επιχειρήσεις, αλλά τα όργανα διαχείρισης και οι επιχειρήσεις που έχουν εγκαταστήσει σε διάφορες περιοχές πρέπει να ελέγχονται από τις τοπικές διοικήσεις. Αυτά που ανήκουν στην άλλη κατηγορία έχουν σαν καθήκον να διατυπώνουν τις καθοδηγητικές αρχές και να επεξεργάζονται σχέδια δουλειάς, ενώ στους τοπικούς οργανισμούς πέφτει η υποχρέωση να διαχειρίζονται υποθέσεις και να τις ρυθμίζουν.
Το να αποκαταστήσουμε μια σωστή σχέση ανάμεσα στις κεντρικές αρχές και στις τοπικές διοικήσεις αυτό είναι ένα πρόβλημα σπουδαίας σημασίας για μία μεγάλη χώρα και για ένα μεγάλο κόμμα σαν τη δική μας χώρα και σαν το δικό μας Κόμμα. Είναι ένα πρόβλημα στο όποιο ορισμένες καπιταλιστικές χώρες δίνουν επίσης μια μεγάλη σημασία. Παρ'όλο που το καθεστώς τους είναι ριζικά διαφορετικό από το δικό μας, η πείρα που έχουν αποκτήσει στην ανάπτυξή τους, αξίζει να μελετηθεί. Για να μιλήσουμε για τη δική μας πείρα, το σύστημα των μεγάλων διοικητικών περιοχών που εφαρμόσαμε αμέσως μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας, επιβαλλόταν. Ωστόσο, το σύστημα αυτό, παρουσίαζε ελαττώματα που αργότερα τα εκμεταλλεύτηκε η αντικομματική συμμαχία Κάο-Γιάο, σε ένα βαθμό. Πιο ύστερα, αποφασίστηκε να καταργηθεί αυτό το σύστημα. Έτσι ώστε οι επαρχίες να εξαρτιούνται άμεσα από την κεντρική εξουσία, και αυτό ήταν σωστό. Αλλά αυτό οδήγησε στην κατάργηση της απαραίτητης αυτονομίας των τοπικών διοικήσεων και το αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο καλό. Το Σύνταγμά μας προβλέπει τη συγκέντρωση της νομοθετικής εξουσίας στην κεντρική διοίκηση. Ωστόσο, ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση και τις απαιτήσεις της δουλειάς, οι τοπικές διοικήσεις μπορούν να διατυπώνουν κανόνες, να καθιερώνουν κανονισμούς και να παίρνουν μέτρα με την προϋπόθεση, ότι δε θα έρχονται σε αντίθεση με την πολιτική της κεντρικής διοίκησης και αυτό δεν απαγορεύεται καθόλου από το Σύνταγμα. Έχουμε ανάγκη από ενότητα. Έχουμε επίσης ανάγκη από εξειδίκευση. Για να οικοδομήσουμε ένα ισχυρό σοσιαλιστικό Κράτος, πρέπει να εξασφαλίσουμε στην κεντρική εξουσία μια ενεργητική ενιαία καθοδήγηση, να έχουμε ένα ενιαίο σχέδιο και μια ενιαία πειθαρχία για όλη τη χώρα. Κάθε χτύπημα ενάντια σ’αυτή την απαραίτητη ενότητα είναι απαράδεκτο. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ενθαρρύνουμε όσο γίνεται περισσότερο το πνεύμα πρωτοβουλίας των τοπικών διοικήσεων, κάθε περιοχή πρέπει να εξειδικεύει τα καθήκοντά της, έτσι που να ανταποκρίνονται στις δικές της συνθήκες. Αυτή η εξειδίκευση δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη τύπου Κάο Κάνγκ. Είναι απαραίτητη για τα συμφέροντα του συνόλου και για το δυνάμωμα της εθνικής ενότητας.
Υπάρχει ακόμα το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στις διάφορες τοπικές διοικήσεις. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σχέση ανάμεσα στις ανώτερες αρχές και τις κατώτερες βαθμίδες σε τοπική κλίμακα. Αν οι επαρχίες και οι δήμοι έχουν να απευθύνουν αντιρρήσεις στα διάφορα υπουργεία, δεν έχουν οι νομοί, οι περιοχές, οι περιφέρειες και τα διαμερίσματα να προβάλουν τις δικές τους αντιρρήσεις στις επαρχίες και στους δήμους; Η κεντρική εξουσία πρέπει να φροντίζει για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας των επαρχιών και των δήμων. Το ίδιο οι επαρχίες και οι δήμοι πρέπει να φροντίζουν για την αξιοποίηση της πρωτοβουλίας των νομών των περιοχών, των περιφερειών και των διαμερισμάτων. Δεν πρέπει, πουθενά, να επιβάλλουμε πολύ αυστηρούς περιορισμούς. Φυσικά πρέπει να υποδείξουμε στους συντρόφους των κατώτερων βαθμίδων αυτό που οφείλει να είναι ενοποιημένο και να τούς δώσουμε να καταλάβουν, ότι σ’αυτό το σημείο δεν πρέπει να δρουν όπως νομίζουν. Με δύο λόγια, αυτό που μπορεί και πρέπει να είναι ενοποιημένο, οφείλουμε να το ενοποιήσουμε. Αλλά σ'αυτό που δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενοποιηθεί, δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε την ενοποίηση. Αυτή η νόμιμη αυτονομία και αυτά τα νόμιμα δικαιώματα, οι επαρχίες, οι δήμοι, οι νομοί, οι περιοχές, οι περιφέρειες και τα διαμερίσματα, πρέπει να τα απολαμβάνουν και πρέπει να παλέψουν για να τα αποχτήσουν. Η πάλη για τα δικαιώματα αυτά αφού ξεκινάει από τα συμφέροντα της χώρας στο σύνολό της και όχι από τα συμφέροντα μιας ιδιαίτερης μονάδας, δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν τοπικισμός, σα πνεύμα «ανεξαρτησίας».
Η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις επαρχίες και στους δήμους είναι επίσης μια άποψη της σχέσης ανάμεσα στις διάφορες τοπικές αρχές και πρέπει να τη ρυθμίσουμε με ένα ολοκληρωμένη τρόπο. Η αρχή που ακολουθήσαμε πάντα είναι η ενθάρρυνση της συνειδητοποίησης των συμφερόντων του συνόλου, της αλληλοβοήθειας και της αμοιβαίας υποχώρησης.
Για τη ρύθμιση της σχέσης ανάμεσα στις κεντρικές αρχές και τις τοπικές διοικήσεις και της σχέσης ανάμεσα στις διάφορες τοπικές διοικήσεις, η πείρα μας είναι ακόμα ανεπαρκής, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ελπίζουμε, ότι θα μελετήσετε και θα συζητήσετε ευσυνείδητα αυτό το πρόβλημα και ότι θα κάνετε τακτικά τον απολογισμό της πείρας σας, για να αξιοποιήσετε τις επιτυχίες και να υπερνικήσετε τις αδυναμίες. 

VI. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΧΑΝ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕIONΟΤΗΤΕΣ
Η πολιτική μας για τη σχέση ανάμεσα στους Χάν και στις εθνικές μειονότητες είναι αρκετά συνετή και έχει στην πράξη την έγκριση των εθνικών μειονοτήτων. Δίνουμε βάρος στην πάλη ενάντια στο σωβινισμό των μεγαλο-Χάν. Όσο για τον τοπικό εθνικισμό πρέπει επίσης να καταπολεμηθεί αλλά, γενικά, δεν βρίσκεται εδώ η ουσία.
Οι εθνικές μας μειονότητες έχουν ένα αρκετά μικρό πληθυσμό, αλλά ζούνε σε εκτεταμένες περιοχές. Από δημογραφική άποψη, οι Χάν αντιπροσωπεύουν τα 94 %, δηλαδή τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Αν ασκούσαν το σωβινισμό των μεγαλο-Χάν και τις διακρίσεις απέναντι στις εθνικές μειονότητες, αυτό θα ήταν πολύ κακό. Και ποιός κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος εδάφους; Οι εθνικές μειονότητες, που κατέχουν τα 50 % ως 60 % του συνολικού εδάφους. Λέμε ότι η Κίνα κατέχει ένα εκτεταμένο έδαφος, πλούσιες πηγές και ένα μεγάλο πληθυσμό∙ στην πραγματικότητα, είναι οι Χάν που έχουν ένα «μεγάλο πληθυσμό» και είναι οι μειονότητες που διαθέτουν «ένα εκτεταμένο έδαφος και πλούσιες πηγές», τουλάχιστο σε ότι άφορα το υπέδαφος είναι πιθανόν αυτές που διαθέτουν «πλούσιες πηγές».
Οι εθνικές μειονότητες έχουν συμβάλλει όλες στην ανάπτυξη της ιστορίας της Κίνας. Αν ο πληθυσμός είναι μεγάλος στους Χαν, αυτό οφείλεται στην ανάμιξη πολλών εθνοτήτων που συντελέστηκε στη διάρκεια μιας μακρόχρονης περιόδου. Στο παρελθόν, οι αντιδραστικοί δυνάστες, προπαντός εκείνοι που προέρχονταν από τους Χάν, είχαν ορθώσει κάθε λογής φραγμούς ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες της χώρας μας και κακομεταχειρίζονταν τις μειονότητες. Δεν είναι εύκολο να εξαλείψουμε γρήγορα τις συνέπειες αυτής της κατάστασης, ούτε ακόμη και στις εργαζόμενες μάζες. Γι’αυτό ακριβώς πρέπει να αναπτύξουμε ανάμεσα στα στελέχη και στις λαϊκές μάζες, μία πλατειά και παρατεταμένη διαπαιδαγώγηση για το θέμα της προλεταριακής εθνικής πολιτικής. Είναι αναγκαίο επίσης να εξετάζουμε τακτικά τη σχέση ανάμεσα στους Xαν και στις εθνικές μειονότητες. Μια τέτοια εξέταση έγινε εδώ και δύο χρόνια, τώρα χρειάζεται μια καινούργια. Αν η σχέση είναι αντικανονική, πρέπει να τη διορθώσουμε ευσυνείδητα, αντί να ικανοποιούμαστε με ωραία λόγια.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεχτικά ποιό σύστημα οικονομικής διαχείρισης και ποιό χρηματιστικό σύστημα θα ταίριαζαν καλύτερα στις περιοχές των εθνικών μειονοτήτων.
Πρέπει να βοηθήσουμε ειλικρινά και δραστήρια τις μειονότητες να αναπτύξουν την οικονομική οικοδόμηση και την πολιτιστική οικοδόμηση. Στη Σοβιετική Ένωση, η σχέση ανάμεσα στη ρώσικη εθνότητα και στις μειονότητες είναι πολύ αντικανονική, και αυτό πρέπει να μας χρησιμεύσει σα μάθημα. Ο αέρας στην ατμόσφαιρα, τα δάση πάνω στη γη, τα πλούτη στο υπέδαφος όλα αυτά είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες, απαραίτητοι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αλλά, κανένας υλικός παράγοντας δε μπορεί να αξιοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο με τη μεσολάβηση του ανθρώπινου παράγοντα. Πρέπει να αποκαταστήσουμε καλές σχέσεις ανάμεσα στους Χάν και στις εθνικές μειονότητες και να εδραιώσουμε την ενότητα όλων των εθνοτήτων μας, για να συνενώσουμε τις προσπάθειες μας στην οικοδόμηση της μεγάλης σοσιαλιστικής μας πατρίδας. 


VII. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΗ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Τελικά τι είναι το καλύτερο, να έχουμε μόνο ένα κόμμα η πολλά; Όπως μας φαίνεται, είναι προτιμότερο να έχουμε πολλά κόμματα. Έτσι ήταν στο παρελθόν, και έτσι μπορεί να είναι στο μέλλον. Πρόκειται για τη μακρόχρονη συνύπαρξη και τον αμοιβαίο έλεγχο.
Στη χώρα μας υπάρχουν ακόμα πολλά δημοκρατικά κόμματα που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια του αντιστασιακού πολέμου ενάντια στην Ιαπωνία και της πάλης ενάντια στον Τσάνγκ Κάϊ-σέκ και αποτελούνται κύρια από στοιχεία της εθνικής αστικής τάξης και των διανοουμένων της. Στο σημείο αυτό η χώρα μας διαφέρει από τη Σοβιετική Ένωση. Διατηρήσαμε σκόπιμα τα δημοκρατικά κόμματα, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εκφράζονται και εφαρμόζοντας απέναντι τους μια πολιτική ενότητας και πάλης. Πρέπει να ενωθούμε με όλες τις δημοκρατικές προσωπικότητες που, καλοπροαίρετα, μας κάνουν παρατηρήσεις. Πρέπει να εξακολουθήσουμε να αξιοποιούμε τον ενθουσιασμό των ατόμων που, είναι εμψυχωμένοι από πατριωτισμό, και που ανήκανε στους στρατιωτικούς και πολιτικούς κύκλους του Κουόμινγκτανγκ, όπως ο Βέι Λί-Χουάνγκ και ο Βένγκ Βέν- χάο. Όσο και για εκείνους ακόμα που εξαπολύουν βρισιές ενάντια μας, όπως ο Λόνγκ Γιούν, ο Λιάνγκ Τσού-μινγκ, ο Πένγκ Γί-χού και οι παρόμοιοι μ’αυτούς, πρέπει να τούς εξασφαλίσουμε την καθημερινή ζωή επιτρέποντάς τους ταυτόχρονα να μας κακολογούν. Αν οι κατηγορίες τους είναι αβάσιμες, τις αναιρούμε στην αντίθετη περίπτωση τις παίρνουμε υπόψη μας. Αυτό είναι πιο ωφέλιμο στο Κόμμα, στο λαό και στο σοσιαλισμό.
Μιας και υπάρχουν ακόμα στην Κίνα τάξεις και η πάλη των τάξεων, δεν μπορεί παρά να υπάρξει μια αντιπολίτευση, με τη μια ή την άλλη μορφή. Παρά το γεγονός, ότι τα δημοκρατικά κόμματα και οι εξωκομματικές δημοκρατικές προσωπικότητες έχουν δηλώσει όλοι πώς αποδέχονται την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, πολλά άτομα στους κόλπους των κομμάτων αυτών και ανάμεσα στις προσωπικότητες αυτές στην πραγματικότητα βρίσκονται, σ’αυτό ή στον άλλο βαθμό, στην αντιπολίτευση. Για ζητήματα όπως «να κάνουμε την επανάσταση ως το τέλος», το κίνημα αντίστασης στην αμερικανική επίθεση και της βοήθειας στην Κορέα, η αγροτική μεταρρύθμιση, πήραν θέση ταυτόχρονα και υπέρ και κατά. Σήμερα ακόμα, έχουν επιφυλάξεις για την καταστολή των αντεπαναστατών. Είπαν όλοι ότι το Κοινό πρόγραμμα ήταν η ίδια η τελειότητα, για να πετύχουν ώστε να μη έχουμε ένα Σύνταγμα σοσιαλιστικού τύπου∙ αλλά όταν το Σύνταγμα συντάχθηκε, όλοι σηκώσανε το χέρι για να το επιδοκιμάσουν. Τα πράγματα εξελίσσονται συχνά στο αντίθετο τους και το ίδιο συμβαίνει με τη στάση των δημοκρατικών κομμάτων σχετικά με πολλά προβλήματα. Βρίσκονται στην αντιπολίτευση και δε βρίσκονται∙ περνούν συχνά από την αντιπολίτευση στη μη-αντιπολίτευση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα δημοκρατικά κόμματα είναι όλα προϊόντα της ιστορίας. Και κάθε δημιουργία της ιστορίας πρέπει να εξαφανιστεί μέσα στην πορεία της ιστορίας. Έτσι, το Κομμουνιστικό Κόμμα θα εξαφανιστεί μια μέρα το ίδιο όπως θα εξαφανιστούν και τα δημοκρατικά κόμματα. Και θα είναι αυτό λυπηρό; Όχι. Πιστεύω, ότι τότε θα είμαστε πολύ ικανοποιημένοι γι’αυτό. Αν μια ωραία μέρα, δε θα έχουμε ανάγκη από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ούτε και από τη δικτατορία του προλεταριάτου, μου φαίνεται, ότι αυτό θα είναι πραγματικά καλό. Το καθήκον μας είναι ακριβώς να επιταχύνουμε την εξαφάνιση τους. Αυτή είναι μια άποψη που έχουμε κιόλας εκφράσει πολλές φορές.
Αλλά σήμερα, το προλεταριακό κόμμα και η δικτατορία του προλεταριάτου είναι απολύτως αναγκαία και πρέπει να συνεχίσουν να δυναμώνουν. Αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατό να καταστείλουμε τούς αντεπαναστάτες, να αντισταθούμε στον ιμπεριαλισμό, να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό, ούτε και να τον εδραιώσουμε, ακόμα κι αν τον είχαμε οικοδομήσει. Η θεωρία του Λένιν για το προλεταριακό κόμμα και τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι καθόλου «ξεπερασμένη», όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. H δικτατορία του προλεταριάτου δε μπορεί να ασκείται παρά μόνο με μια πολύ μεγάλη δύναμη εξαναγκασμού. Πρέπει, ωστόσο, να εναντιωθούμε στη γραφειοκρατία και στη διόγκωση των κρατικών οργάνων. Προτείνω να απλοποιηθούν πολύ όλοι οι κομματικοί και κυβερνητικοί οργανισμοί και να μειωθεί ο όγκος τους κατά τα δύο τρίτα, προσέχοντας ταυτόχρονα να μην πεθάνει άνθρωπος και να μην εμποδιστεί η διεξαγωγή της δουλειάς από αυτό.
Ωστόσο, να απλοποιήσουμε τούς κομματικούς και κυβερνητικούς οργανισμούς δεν σημαίνει, ότι δε θέλουμε πια δημοκρατικά κόμματα. Ελπίζω, ότι θα διεξάγετε καλά τη δουλειά του ενιαίου μετώπου, με τρόπο τέτοιο που να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας με τα κόμματα αυτά και να αξιοποιήσουμε όσο γίνεται πιο πολύ τον ενθουσιασμό τους για να υπηρετήσουν το σοσιαλισμό. 

VIII. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τί παράγοντα αντιπροσωπεύει η αντεπανάσταση; Είναι ένας παράγοντας αρνητικός, ένας παράγοντας ανατρεπτικός, μια δύναμη που εναντιώνεται στο θετικό παράγοντα. Μπορούν να μεταμορφωθούν οι αντεπαναστάτες; Είναι ευκολονόητο, ότι μερικοί από αυτούς, οι αδιάλλακτοι, δε μπορούν να μεταμορφωθούν. Αλλά, στις συνθήκες της χώρας μας οι περισσότεροι από αυτούς θα μεταμορφωθούν σε διάφορους βαθμούς. Επειδή υιοθετήσαμε μια σωστή πολιτική απέναντι στους αντεπαναστάτες, πολλοί απ’αυτούς μεταμορφώθηκαν και δεν εναντιώνονται πια στην επανάσταση. Μερικοί απ' αυτούς έχουν μάλιστα προσφέρει και κάποιες υπηρεσίες.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε τα παρακάτω σημεία:
Πρώτο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η καταστολή των αντεπαναστατών το 1951—1952 ήταν αναγκαία. Μερικοί νομίζουν ότι δεν ήταν απαραίτητη. Η άποψη αυτή είναι λαθεμένη.
Τα μέτρα που μπορούν να παρθούν απέναντι στους αντεπαναστάτες είναι η εκτέλεση, η φυλάκιση, η επίβλεψη και η απελευθέρωση. Όλος ο κόσμος ξέρει τι σημαίνει εκτέλεση. Η φυλάκιση, είναι η κράτηση με σκοπό την αναδιαπαιδαγώγηση μέσο της δουλειάς. Η επίβλεψη, είναι η αναδιαπαιδαγώγηση στους κόλπους της κοινωνίας κάτω από τον έλεγχο των μαζών. Η απελευθέρωση σημαίνει ότι, γενικά, δε συλλαμβάνουμε εκείνους που η σύλληψη τους δεν είναι τελείως αναγκαία και ότι απολύουμε εκείνους που, μετά τη σύλληψη τους, έδειξαν μία καλή συμπεριφορά. Είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζουμε τους αντεπαναστάτες με τρόπο που να διαφέρει από τον έναν στον άλλο, ανάλογα με την κάθε περίπτωση.
Δε θα σταθώ εδώ παρά στο θέμα της εκτέλεσης. Έχουμε εκτελέσει ένα αριθμό ανθρώπων στη διάρκεια του κινήματος για την καταστολή των αντεπαναστατών. Ποιοί ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ήταν αντεπαναστατικά στοιχεία με μεγάλο χρέος αίματος να ξεπληρώσουν και που τους μισούσαν βαθειά οι άνθρωποι του λαού. Σε μια μεγάλη επανάσταση που αφορά εξακόσια εκατομμύρια άτομα, αν δεν είχαμε εξουδετερώσει τους «Τυράννους της Ανατολής» και τους «Τυράννους της Δύσης» δε θα μπορούσε να ορθωθεί ο λαός. Χωρίς αυτή την καταστολή, ο λαός δεν θα επιδοκίμαζε την πολιτική επιείκειας που ακολουθούμε σήμερα. Υπάρχουν τώρα ορισμένοι άνθρωποι, που έχοντας ακούσει να λέγεται ότι ο Στάλιν είχε λαθεμένα δώσει εντολή να εκτελεστούν μερικά άτομα, ισχυρίζονται ότι και εμείς έχουμε εκτελέσει άδικα αυτά τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Αυτή η άποψη δεν είναι σωστή. Το να επιβεβαιώσουμε σήμερα ολοκληρωτικά ότι ήταν σωστό να γίνουν αυτές οι εκτελέσεις, έχει μια πρακτική σημασία.
Δεύτερο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν ακόμα αντεπαναστάτες, αλλά ο αριθμός τους μειώθηκε κατά πολύ. Το ξεκαθάρισμα των αντεπαναστατών που κάναμε μετά την υπόθεση Χου Φένγκ ήταν αναγκαίο. Πρέπει να συνεχίσουμε την καταδίωξη εκείνων που παραμένουν κρυμμένοι. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχει ακόμα ένας μικρός αριθμός αντεπαναστατών, που επιδίδονται σε κάθε λογής υπονομευτικές δραστηριότητες. Π.χ. σκοτώνουν βόδια, βάζουν φωτιά στα δημητριακά, κάνουν σαμποτάζ στα εργοστάσια, κλέβουν πληροφορίες και γράφουν στους τοίχους αντιδραστικά συνθήματα. Επομένως, είναι λαθεμένο το να πούμε, ότι εξαλείφτηκαν όλοι οι αντεπαναστάτες και ότι μπορούμε να κοιμούμαστε ήσυχα. Όσο καιρό θα υπάρχει η ταξική πάλη στην Κίνα και στον κόσμο, δε θα πρέπει ποτέ να χαλαρώσουμε την επαγρύπνησή μας. Ωστόσο, είναι επίσης λάθος το να πούμε, ότι οι αντεπαναστάτες είναι ακόμα πάρα πολλοί.
Τρίτο, στη διάρκεια της καταστολής των αντεπαναστατών στην κοινωνία, πρέπει από δω και πέρα να κάνουμε όσο γίνεται λιγότερες συλλήψεις και εκτελέσεις. Ωστόσο επειδή αυτοί οι αντεπαναστάτες είναι οι εχθροί που καταπιέζουν άμεσα τους ανθρώπους του λαού και μισούνται θανάσιμα απ'τους ανθρώπους του λαού, πρέπει να εκτελέσουμε μερικούς από αυτούς. Την πλειοψηφία απ’αυτούς πρέπει να τούς εμπιστευθούμε στους αγροτικούς συνεταιρισμούς που θα πρέπει να αναλάβουν να τούς κάνουν να συμμετέχουν στην παραγωγή κάτω από επίβλεψη και να τούς αναδιαπαιδαγωγήσουν με τη δουλειά. Όμως δε μπορούμε ακόμα να δηλώσουμε ότι καμιά εκτέλεση πια δε θα γίνει και η ποινή του θανάτου δε μπορεί να καταργηθεί.
Τέταρτο, διενεργώντας την εκκαθάριση των αντεπαναστατών στους κομματικούς και κυβερνητικούς οργανισμούς, στα σχολεία και στις μονάδες του στρατού, πρέπει να ακολουθήσουμε σταθερά την αρχή που είχε καθοριστεί στο Γενάν: καμιά εκτέλεση, όχι σύλληψη, στις περισσότερες περιπτώσεις. Όσον άφορα τούς αντεπαναστάτες, για τούς οποίους υπάρχουν αναμφισβήτητες αποδείξεις, είναι οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί που πρέπει να ξεκαθαρίζουν τις περιπτώσεις τους∙ άλλα οι υπηρεσίες δημόσιας ασφάλειας δε θα τούς συλλαμβάνουν, οι δικαστικές αρχές δε θα ασκούν δίωξη ενάντιά τους και τα δικαστήρια δεν θα δικάζουν. Πάνω από το 90 % των αντεπαναστατών θ'αντιμετωπιστούν με αυτόν τον τρόπο, είναι αυτό που λέμε «όχι συλλήψεις, στις περισσότερες περιπτώσεις». Όσον άφορα την ποινή του θανάτου, δεν θα επιβάλλεται σε κανένα.
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που δε θα εκτελεστούν; Άτομα σαν το Χου Φένγκ, τον Πάν Χάν-νιέν, το Ζάο Τσού-τσέ και ακόμα και εγκληματίες πολέμου που φυλακίστηκαν, όπως ο αυτοκράτορας Που Γι και ο Κάνγκ Τσέχ. Αν δεν εκτελέστηκαν δεν είναι καθόλου επειδή τα εγκλήματά τους δεν άξιζαν την ποινή του θανάτου, αλλά επειδή δεν θα είχαμε κανένα όφελος αν τούς εκτελούσαμε. Αν εκτελούσαμε έναν απ'αυτούς θα ήμασταν υποχρεωμένοι να συγκρίνουμε την περίπτωση του με μια άλλη, με μια τρίτη και έτσι σε συνέχεια και το επακόλουθο θα ήταν να πέσουν πολλά κεφάλια. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος είναι ότι κινδυνεύουμε να εκτελέσουμε άτομα κατά λάθος. Η ιστορία μαρτυράει ότι όταν ένα κεφάλι έχει πέσει, δε μπορεί να ξαναμπεί στη θέση του, δεν είναι σαν το πράσο που ξαναμεγαλώνει κάθε φορά που το κόβουμε. Αν κάνουμε λάθος κόβοντας ένα κεφάλι, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διορθώσουμε το λάθος, ακόμα και αν το θέλουμε. Ο τρίτος λόγος, είναι ότι κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε αποδείξεις. Για να προβούμε στη λήψη κατασταλτικών μέτρων ενάντια σε αντεπαναστάτες, πρέπει να έχουμε αποδείξεις. Ένας αντεπαναστάτης αποτελεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια ζωντανή μαρτυρία ενάντια σε έναν άλλο∙ αν υπάρχουν περιπτώσεις που πρέπει να ξεκαθαριστούν, θα μπορούσαμε να πάρουμε απ’αυτόν πληροφορίες. Αν εκτελέσετε αυτόν τον αντεπαναστάτη, δεν θα βρείτε μάλλον ποτέ πια αποδείξεις. Αυτό δε μπορεί να υπηρετήσει παρά μόνο την αντεπανάσταση και όχι την επανάσταση. Ο τέταρτος λόγος είναι ότι η εκτέλεσή τους δε μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής, στην ανύψωση του επιπέδου της επιστήμης, στην εξάλειψη των «τεσσάρων συμφορών», στο δυνάμωμα της εθνικής άμυνας, ούτε και στην ανάκτηση της Ταϊβάν. Εκτελώντας τους, αποχτάτε ένα κακό όνομα, το όνομα εκείνου που σκοτώνει τούς αιχμάλωτους πολέμου, πράγμα που θεωρούνταν πάντα ντροπή. Ένας άλλος ακόμα λόγος, είναι ότι οι αντεπαναστάτες στους κόλπους των οργανισμών είναι διαφορετικοί από αυτούς που βρίσκονται στην κοινωνία. Αυτοί οι τελευταίοι πέφτουν μ’όλο το βάρος τους στις πλάτες του λαού, ενώ οι αντεπαναστάτες στους κόλπους των οργανισμών, που δεν έχουν τόσο άμεσες σχέσεις με τις λαϊκές μάζες, είναι αντικείμενο του γενικού μίσους, άλλα δεν έχουν πολλούς ιδιαίτερους εχθρούς. Τι κακό θα μπορούσε να προκύψει αν δεν εκτελούσαμε κανένα από αυτά τα άτομα; Αυτοί που είναι ικανοί για χειρωνακτική δουλειά, ας αναδιαπαιδαγωγηθούν μέσο της δουλειάς. Όσο για εκείνους που δεν είναι ικανοί, θα τεθούν κάτω από τη φροντίδα του κράτους. Οι αντεπαναστάτες είναι απορρίμματα, παράσιτα, αλλά έτσι και τούς πάρουμε στα χέρια μας, μπορούμε να τους κάνουμε έτσι ώστε να προσφέρουν κάποια υπηρεσία στο λαό.
Άραγε, πρέπει να βγάλουμε ένα νόμο για την κατάργηση της ποινής του θανάτου για τους αντεπαναστάτες στους οργανισμούς; Πρόκειται για μια πολιτική που εφαρμόζεται προς τα μέσα, δεν είναι ανάγκη να τη βγάλουμε στη δημοσιότητα. Αλλά στην πράξη, θα προσπαθήσουμε να την εφαρμόσουμε. Ας υποθέσουμε, ότι κάποιος πετάει μια βόμβα σ'αυτή την αίθουσα και σκοτώνει όλο τον κόσμο, ή το μισό, ή το ένα τρίτο των παρευρισκομένων, τι θα λέγατε, πρέπει ή δεν πρέπει να τον εκτελέσουμε; Βέβαια και πρέπει να εκτελεστεί.
Το να εφαρμόζουμε την πολιτική που συνίσταται στο να μην εκτελούμε κανένα στη διάρκεια της εξάλειψης των αντεπαναστατών στους οργανισμούς, δεν μας εμποδίζει να υιοθετήσουμε μια σταθερή στάση απέναντι τους. Εξ άλλου, μια τέτοια πολιτική θα μας βοηθήσει να μην πέσουμε σε ανεπανόρθωτα λάθη και θα μας επιτρέπει να διορθώνουμε τα λάθη που θα έχουμε κάνει. Αυτή μπορεί να συντελέσει, ώστε να καθησυχάσει πολύς κόσμος και να βοηθήσει για να αποφευχθεί η δυσπιστία ανάμεσα στους συντρόφους του Κόμματος. Το να μη σκοτώνουμε τούς ανθρώπους επιφέρει την ανάγκη να τους θρέφουμε. Πρέπει να δώσουμε σε όλους τούς αντεπαναστάτες τη δυνατότητα να κερδίσουν το ψωμί τους και την ευκαιρία να ξαναμπούν στο σωστό δρόμο. Μια τέτοια στάση ωφελεί την υπόθεση του λαού και θα έχει ένα ευνοϊκό αντίκτυπο στον κόσμο.
Για την καταστολή των αντεπαναστατών, παραμένουν σκληρά καθήκοντα να εκπληρωθούν και δεν πρέπει να επιτρέψουμε καμιά χαλάρωση. Συνεχίζοντας την καταστολή των αντεπαναστατών που είναι κρυμμένοι στην κοινωνία, πρέπει ταυτόχρονα, από δω και πέρα να εξακολουθήσουμε να εντοπίζουμε όλους τούς αντεπαναστάτες που διείσδυσαν στους οργανισμούς, στα σχολεία και στις μονάδες του στρατού. Πρέπει οπωσδήποτε να χαράξουμε μια καθαρή διακριτική γραμμή ανάμεσα σε μας και στους εχθρούς μας. Αν αφήνουμε εχθρούς να διεισδύουν στις γραμμές μας, μέχρι και στα καθοδηγητικά μας όργανα, αυτό αποτελεί ένα πάρα πολύ σοβαρό κίνδυνο για την υπόθεση του σοσιαλισμού και τη δικτατορία του προλεταριάτου! Αυτό όλος ο κόσμος το καταλαβαίνει καλά. 

ΙΧ. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ Σ' ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ Σ’ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ
ΛΑΘΕΜΕΝΟ

Είναι αναγκαίο να κάνουμε μια σαφή διάκριση ανάμεσα σ'αυτό που είναι σωστό και σ’αυτό που είναι λαθεμένο, τόσο στο εσωτερικό του Κόμματος, όσο και έξω από το Κόμμα. Πώς πρέπει να μεταχειριζόμαστε τούς συντρόφους που έχουν κάνει λάθη; Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα. Η σωστή στάση απέναντι τους πρέπει να συνίσταται στην εφαρμογή της αρχής «να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος για να τα αποφεύγουμε στο μέλλον και να θεραπεύουμε την αρρώστια για να σώσουμε τον άνθρωπο», για να τούς βοηθήσουμε να διορθώσουν τα λάθη τους και να τούς επιτρέψουμε να συνεχίσουν την επανάσταση. Άλλοτε, όταν οι δογματικοί, με επικεφαλής το Βάνγκ Μίνγκ, κρατούσαν στα χέρια τους την καθοδήγηση, το Κόμμα μας, υιοθετώντας τα άσχημα που υπήρχαν στην πρακτική του Στάλιν, έκανε λάθη σ'αυτό το ζήτημα. Στην κοινωνία, κρατούσαν σε απόσταση τις ενδιάμεσες δυνάμεις και στους κόλπους του Κόμματος, δεν επέτρεπαν στους συντρόφους να διορθώνουν τα λάθη τους και να συνεχίζουν να κάνουν την επανάσταση.
Η πραγματική ιστορία του Αχ Κιού: είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Συμβουλεύω στους συντρόφους που το έχουνε διαβάσει, να το ξαναδιαβάσουνε και σ’αυτούς που δεν το έχουν διαβάσει, να το διαβάσουν προσεχτικά. Ο Λού Σίν περιγράφει εκεί ειδικά ένα καθυστερημένο και πολιτικά ασυνείδητο αγρότη. Συγκεκριμένα σε ένα κεφάλαιο που έχει τίτλο «Απαγορεύεται να κάνουμε την επανάσταση» διηγείται πώς ο ξένος Ψευτο-διάβολος απαγορεύει στον Αχ Κιού να κάνει την επανάσταση. Στην πραγματικότητα, αυτό που ο Αχ Κιού ονόμαζε επανάσταση δεν ήταν τίποτα άλλο από το να κλέψει κάτι, το ίδιο όπως οι άλλοι. Αλλά ακόμη και μια τέτοια επανάσταση απαγορευότανε σ'αυτόν από τον ξένο Ψευτο-Διάβολο. Κατά τη γνώμη μου υπήρχαν εδώ άνθρωποι που στο σημείο αυτό έμοιαζαν πολύ με αυτόν τον ξένο Ψευτο-Διάβολο. Απαγόρευαν στα άτομα που είχαν διαπράξει λάθη να κάνουν την επανάσταση, δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα σ’αυτά τα στοιχεία και στους αντεπαναστάτες και έφτασαν στο σημείο να εκτελέσουν και μερικούς από αυτούς. Επιβάλλεται να θυμόμαστε αυτό το μάθημα. Είναι κακό να απαγορεύουμε στους εξωκομματικούς ανθρώπους να κάνουν την επανάσταση, όπως και να απαγορεύουμε στους συντρόφους του Κόμματος που διέπραξαν λάθη, να τα διορθώσουν.
Για τούς συντρόφους που έχουν κάνει λάθη, μερικοί λένε, ότι πρέπει να εξετάσουμε αν θέλουν να τα διορθώσουν. Κατά τη γνώμη μου, αντί να μείνουμε στη θέση του παρατηρητή, θα πρέπει να τούς βοηθήσουμε να διορθωθούν. Με άλλα λόγια, πρέπει να τούς παρακολουθούμε και να τούς βοηθούμε. Ο άνθρωπος πάντα έχει ανάγκη από βοήθεια. Αυτό ισχύει για τα άτομα που δεν έχουν κάνει λάθη και ακόμη περισσότερο γι’αυτούς που διέπραξαν λάθη. Φαίνεται, ότι ο άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος, υπόκειται, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, σε λάθη. Όταν κάποιος κάνει λάθος, πρέπει να τον βοηθήσουμε. Το να περιοριζόμαστε στο να τον παρακολουθούμε αποτελεί μια παθητική στάση. Είναι απαραίτητο να δημιουργούμε όλες τις προϋποθέσεις για να τον βοηθήσουμε να διορθωθεί. Πρέπει να υπάρξει μια καθαρή διάκριση ανάμεσα σ’αυτό που είναι σωστό και σ' αυτό που είναι λαθεμένο, γιατί η διαπάλη πάνω σε κάθε ζήτημα αρχής μέσα στο Κόμμα είναι μια αντανάκλαση της ταξικής πάλης που διεξάγεται μέσα στην κοινωνία, σ'αυτό δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία. Το να απευθύνουμε ανάλογα με την κάθε περίπτωση τις κατάλληλες και καλά θεμελιωμένες κριτικές στους συντρόφους που έχουν κάνει λάθη, ακόμα και να διεξάγουμε μια αναγκαία πάλη εναντίον τους, αυτό είναι κανονικό και έχει σκοπό να τούς βοηθήσει να διορθώσουν τα λάθη τους. Το να χαιρόμαστε για την αποτυχία τους, αντί να τούς συμπαραστεκόμαστε, αυτό είναι μια σεχταριστική στάση.
Για να κάνουμε την επανάσταση είναι πάντα καλύτερο να έχουμε όσο γίνεται περισσότερα άτομα. Αλλά, αν εξαιρέσουμε τον ασήμαντο αριθμό εκείνων που επιμένουν στα λάθη τους και αρνούνται να βελτιωθούν παρ'όλες τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν κάνει λάθη, μπορούν να διορθωθούν. Όπως και ένα άτομο που πέρασε τον τύφο, από κει και πέρα είναι ανοσοποιημένο, αυτά που έχουν κάνει λάθη θα μπορούν να κάνουν λιγότερα στο μέλλον, εφόσον διδάχτηκαν από τα λάθη αυτά. Αντίθετα, αυτοί που δεν έχουν κάνει λάθη, μπορούν πιο εύκολα να κάνουν, γιατί έχουν μια τάση αλαζονείας. Ας προσέξουμε καλά: πολλές φορές μια υπερβολική αυστηρότητα απέναντι σ’αυτούς που έχουν διαπράξει λάθη, στρέφεται ενάντια σε μας τους ίδιους. Ο Κάο Κάνγκ σήκωσε μια πέτρα με σκοπό να χτυπήσει, αλλά τελικά προκάλεσε την ίδια τη δική του πτώση. Δείχνοντας καλές προθέσεις απέναντι σ' αυτούς που έχουν κάνει λάθη, μπορούμε να κερδίσουμε τούς ανθρώπους και να τούς ενώσουμε μαζί μας. Ένα από τα κριτήρια για να δούμε αν κάποιος τρέφει καλές ή κακές προθέσεις απέναντι στους συντρόφους που έχουν κάνει λάθη, είναι να δούμε αν τούς βοηθάει, ή αν δείχνει εχθρότητα απέναντι τους.
«Να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, για να τα αποφεύγουμε στο μέλλον και να θεραπεύουμε την αρρώστια, για να σώσουμε τον άνθρωπο», τέτοια είναι η αρχή για την πραγματοποίηση της ενότητας όλου του Κόμματος, πρέπει, λοιπόν, να την εφαρμόσουμε σταθερά. 

Χ. Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ

Έχουμε ρίξει το σύνθημα που καλεί να διδασκόμαστε από τις άλλες χώρες και νομίζω πως είναι σωστό που το κάναμε αυτό. ΟΙ καθοδηγητές ορισμένων χωρών δε θέλουν, ούτε τολμούν να διατυπώσουν ένα τέτοιο σύνθημα. Θα έπρεπε γι’αυτό να είχαν λίγο κουράγιο και να εγκαταλείψουν την αλαζονεία.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κάθε έθνος έχει τα ισχυρά σημεία, του, αλλιώτικα πώς θα μπορούσε να υπάρχει και να αναπτύσσεται; Από την άλλη πλευρά, κάθε έθνος έχει και τα αδύνατα σημεία του. Μερικοί φαντάζονται ότι ο σοσιαλισμός είναι το αποκορύφωμα της τελειότητας και ότι δεν παρουσιάζει κανένα ελάττωμα. Όχι βέβαια! Πρέπει να παραδεχτούμε, ότι κάθε πράγμα έχει και τα ισχυρά σημεία του και τα αδύνατα σημεία του. Οι γραμματείς των πυρήνων του Κόμματός μας, οι επικεφαλής των λόχων και των τμημάτων ξέρουν όλοι να καταγράφουν στα σημειωματάριά τους τον απολογισμό της καθημερινής εμπειρίας τους κάτω από δύο όψεις — τη θετική και την αρνητική. Αφού όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν δύο όψεις, γιατί εμείς να μιλούμε μόνο για την μια; Οι δύο όψεις θα υπάρχουν ακόμα και ύστερα από δέκα χιλιάδες χρόνια. Στο μέλλον, όπως και σήμερα, κάθε πράγμα θα έχει αμετάβλητα δύο όψεις, το ίδιο ισχύει και για κάθε άτομο. Με δύο λόγια, υπάρχουν πάντα δύο όψεις και όχι μόνο μια. Το να λέμε ότι υπάρχει μόνο μια όψη, σημαίνει, ότι έχουμε συνειδητοποιήσει μόνο το μέρος και όχι το σύνολο.
Η πολιτική μας συνίσταται στο να διδασκόμαστε από τα ισχυρά σημεία όλων των χωρών και εθνών, να διδασκόμαστε από κάθε τι το πραγματικά καλό που έχουν στους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας, της επιστήμης, της τεχνικής, της λογοτεχνίας και της τέχνης. Αλλά πρέπει να διδασκόμαστε με έναν τρόπο αναλυτικό και κριτικό και όχι τυφλά. Και ούτε να αντιγράφουμε το κάθε τί και να το εφαρμόζουμε μηχανιστικά. Εννοείται, ότι δεν πρέπει να μιμούμαστε τις αδυναμίες τους και τα ελαττώματά τους.
Ακριβώς μια τέτοια στάση οφείλουμε να υιοθετήσουμε και απέναντι στην πείρα της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Από έλλειψη καθαρών αντιλήψεων σ’αυτό το πρόβλημα, μερικοί από μας έφτασαν στο να μιμηθούν τα αδύνατα σημεία τους. Όταν τα μιμήθηκαν αυτά, θεωρώντας τους εαυτούς τους σπουδαίους, αυτοί από τούς οποίους τα πήραν ,τα είχαν πια αποβάλει, και τελικά αναγκάστηκαν να κάνουν επικίνδυνες ακροβασίες για να ξανάρθουν στις θέσεις τους, όπως ο Σουέν Βού-κονγκ, ο βασιλιάς των πιθήκων. Π.χ. μερικοί λέγαν ότι είχαμε διαπράξει λάθος αρχής ιδρύοντας το υπουργείο Πολιτισμού και το Γραφείο Κινηματογράφου, για το λόγο ότι η Σοβιετική Ένωση είχε ένα υπουργείο Κινηματογράφου και ένα Γραφείο Πολιτισμού. Δεν περιμένανε ότι, λίγο καιρό μετά, η Σοβιετική Ένωση θα δημιουργούσε, όπως και εμείς, ένα Υπουργείο Πολιτισμού. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αναλύουν ποτέ τίποτα και που πάνε με «όλους τούς ανέμους». Αν μια μέρα ο άνεμος φυσάει από τα βόρεια, αυτοί ακολουθούν το βόρειο άνεμο, αν την άλλη μέρα ο άνεμος φυσήξει από τα δυτικά αυτοί θα ακολουθήσουν το δυτικό άνεμο. Αν αργότερα ο άνεμος φυσήξει πάλι από τα βόρεια, αυτοί θα ακολουθήσουν και πάλι το βόρειο άνεμο. Επειδή δεν έχουν προσωπική γνώμη, περνάνε συχνά από τη μια άκρη στην άλλη.
Αυτοί, που στη Σοβιετική Ένωση, εκθείαζαν το Στάλιν ανεβάζοντάς τον ως τα σύννεφα ξαφνικά τον έριξαν πιο χαμηλά και από τη γη. Στη χώρα μας, υπάρχουν μερικοί που έκαναν το ίδιο: Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματός μας υποστηρίζει ότι οι αρετές και τα λάθη του Στάλιν είναι στην αναλογία των επτά προς τρία και ότι ο Στάλιν παραμένει ένας μεγάλος μαρξιστής. Ξεκινώντας από αυτή ακριβώς την εκτίμηση, γράψαμε το άρθρο με τον τίτλο «Για την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου». Η τέτοια εκτίμηση είναι πολύ σωστή. Ο Στάλιν έκανε μερικά λάθη σε σχέση με την Κίνα. Εδώ βρίσκεται η πηγή του «αριστερού» τυχοδιωκτισμού του Βάνγκ Μίνγκ, προς το τέλος του Δεύτερου επαναστατικού εμφύλιου πολέμου και του δεξιού του οπορτουνισμού στην αρχή του Αντιστασιακού πολέμου ενάντια στην Ιαπωνία. Κατά την περίοδο του Απελευθερωτικού Πολέμου, ο Στάλιν, στην αρχή, δεν μας άφηνε να κάνουμε την επανάσταση, υποστηρίζοντας ότι ένας εμφύλιος πόλεμος θα απειλούσε να καταστρέψει το κινέζικο έθνος. Έπειτα, όταν ο πόλεμος ξέσπασε, έδειξε σκεπτικισμό απέναντί μας. Όταν κερδίσαμε τον πόλεμο, υποψιάστηκε, ότι επρόκειτο για μια νίκη όπως εκείνη του Τίτο και, το 1949 και το 1950, άσκησε μία πολύ μεγάλη πίεση πάνω μας. Αλλά, παρ’όλα αυτά, εμείς δεν παύουμε να θεωρούμε, ότι οι αρετές και τα λάθη του Στάλιν, είναι στην αναλογία των επτά προς τρία. Αυτή είναι μια στάση αμερόληπτη.
Στον τομέα των κοινωνικών επιστήμων και του μαρξισμού-λενινισμού, θα εξακολουθήσουμε να μελετούμε με επιμέλεια τις σωστές θέσεις που διατύπωσε ο Στάλιν. Αυτό που πρέπει να μάθουμε, είναι εκείνο που αποτελεί μέρος της γενικής αλήθειας. Και επί πλέον, οφείλουμε οπωσδήποτε να συνδέσουμε τη μελέτη μας με την κινέζικη πραγματικότητα. Αν εφαρμόζαμε μηχανιστικά κάθε λέξη ακόμα και του Μαρξ, αυτό θα ήταν καταστροφικό! Η θεωρία μας είναι η σύνδεση της γενικής αλήθειας του μαρξισμού-λενινισμού με τη συγκεκριμένη πρακτική της κινέζικης επανάστασης. Μέσα στο κόμμα μας μερικοί, σε μια δοσμένη στιγμή, εφάρμοσαν το δογματισμό, και εμείς τότε το κριτικάραμε αυτό. Παρ’όλα αυτά, ο δογματισμός παραμένει ακόμα. Στους ακαδημαϊκούς ή στους οικονομικούς κύκλους, επιζούν ακόμα εκδηλώσεις του δογματισμού.
Όσον άφορα τις φυσικές επιστήμες, έχουμε εδώ αρκετή καθυστέρηση και οφείλουμε να καταβάλουμε εντελώς ιδιαίτερες προσπάθειες για να διδαχτούμε από τις άλλες χώρες. Ωστόσο, πρέπει και εδώ επίσης να διδαχτούμε με ένα πνεύμα κριτικό και όχι τυφλά. Όσο για την τεχνική, πιστεύω, ότι το καλύτερο για μας είναι καταρχήν, στις περισσότερες περιπτώσεις, να την υιοθετήσουμε όπως είναι, μιας και μας λείπουν οι γνώσεις σ’αυτόν τον τομέα. Αλλά, γι’αυτά που κιόλας ξέρουμε δεν είναι ανάγκη να δρούμε μ' αυτό τον τρόπο.
Πρέπει να απορρίψουμε και να κριτικάρουμε αποφασιστικά το σάπιο σύστημα και τη σάπια ιδεολογία της αστικής τάξης των ξένων χωρών. 'Αλλά, αυτό δε μας εμποδίζει να διδαχθούμε από τις προχωρημένες επιστήμες και την προχωρημένη τεχνική των καπιταλιστικών χωρών, καθώς και από αυτό που είναι επιστημονικό στη διαχείριση των επιχειρήσεων. Στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, οι επιχειρήσεις έχουν μια υψηλή απόδοση με ένα περιορισμένο προσωπικό και υπερέχουν επιχειρηματικά. Από όλα αυτά, εμείς πρέπει να διδαχτούμε ευσυνείδητα, στο φως των αρχών μας, έτσι ώστε να καλυτερέψουμε τη δουλειά μας. Τώρα, αυτοί που είχαν μάθει αγγλικά δεν τα μελετούν πια, οι επιστημονικές θέσεις μας δεν μεταφράζονται πια στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, η γιαπωνέζικα έτσι ώστε να ανταλλάσσονται με εκείνες των άλλων χωρών. Και αυτό είναι επίσης μια στάση που δείχνει προκατάληψη. Το να απορρίπτουμε συνολικά και χωρίς ανάλυση τις επιστήμες, την τεχνική και την κουλτούρα των άλλων χωρών, καθώς και - όπως το είπα παραπάνω - το να υιοθετούμε χωρίς ανάλυση ο,τι προέρχεται από το εξωτερικό, δεν αποτελεί μια μαρξιστική στάση. Αυτό είναι βλαβερό για την υπόθεσή μας.
Νομίζω, ότι η Κίνα έχει δύο αδύνατα σημεία που είναι ταυτόχρονα και ισχυρά σημεία:
Πρώτο, η χώρα μας υπήρξε μια αποικία, μια μισοαποικία και όχι μια ιμπεριαλιστική χώρα, ήταν πάντα θύμα της ξένης καταπίεσης. Έχει μια βιομηχανία και μια αγροτική οικονομία σε μικρό βαθμό αναπτυγμένες, ένα τεχνικό και επιστημονικό επίπεδο χαμηλό. Εκτός από την απέραντη έκταση του εδάφους μας και τις πλούσιες φυσικές πηγές μας, το μεγάλο αριθμό του πληθυσμού μας, μια μακρόχρονη ιστορία, το Όνειρο της Κόκκινης Βίλλας στη λογοτεχνία, κτλ., είμαστε, σε πολλά σημεία, κατώτεροι από τις άλλες χώρες και δεν έχουμε λόγο να είμαστε υπεροπτικοί. Ωστόσο, επειδή ήμασταν σκλάβοι τόσον πολύ καιρό, μερικοί από μας έχουν διαπεραστεί από το αίσθημα ότι η χώρα μας είναι σε όλα τα πράγματα κατώτερη από τις άλλες χώρες.
Με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά στους ξένους μοιάζουν του Κιά Κουέϊ στο Ναό του Φαμέν που, όταν τον παρακαλέσανε να καθίσει, είπε, ότι είχε συνηθίσει να στέκεται όρθιος και ότι δεν ήθελε να καθίσει. Πρέπει λοιπόν να ανεβάσουμε την ενεργητικότητα και να αυξήσουμε την αυτοπεποίθηση του έθνους. Πρέπει να κάνουμε έτσι ώστε να ακτινοβολήσει το πνεύμα της περιφρόνησης για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που είχαμε προωθήσει στη διάρκεια του κινήματος αντίστασης στην αμερικάνικη επίθεση και τη βοήθεια στην Κορέα.
Δεύτερο, η επανάσταση μας έγινε αργά. Παρ’όλο που η επανάσταση του 1911 ανέτρεψε τον αυτοκράτορα πριν το κάνουν αυτό στη Ρωσία, δεν υπήρχε ακόμα τότε κομμουνιστικό κόμμα και η επανάσταση κατέληξε σε αποτυχία. Η λαϊκή επανάσταση δε θριάμβευσε παρά μόνο το 1949, τριάντα χρόνια και πάνω μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και σ’αυτό το σημείο, δεν υπάρχει λόγος να είμαστε και τόσο υπερήφανοι για τον εαυτό μας. Η Σοβιετική Ένωση διαφέρει από τη χώρα μας: 1) Η τσαρική Ρωσία ήταν μια ιμπεριαλιστική χώρα. 2) Γνώρισε έπειτα την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ακριβώς γι' αυτό πολλοί Σοβιετικοί είναι υπεροπτικοί και καυχησιάρηδες.
Τα δυο αδύνατα σημεία μας είναι επίσης και τα ισχυρά μας σημεία. Είπα, ότι ήμασταν «φτωχοί» και «στερημένοι από το κάθε τί». «Φτωχοί» επειδή δεν έχουμε μεγάλη βιομηχανία και επειδή η αγροτική οικονομία μας δεν είναι ακόμα τόσο αναπτυγμένη. «Στερημένοι, από το κάθε τι» όμοια με λευκό φύλλο χαρτί, επειδή το πολιτιστικό και επιστημονικό μας επίπεδο δεν είναι υψηλό. Ωστόσο, αν το δούμε από την άποψη των προοπτικών της ανάπτυξης, αυτό δεν είναι κακό. Επειδή οι φτωχοί θέλουν να κάνουνε την επανάσταση, ενώ είναι δύσκολο για τους πλούσιους να κάνουν το ίδιο. Οι χώρες που έχουν ένα υψηλό επιστημονικό και τεχνικό επίπεδο, είναι πολύ αλαζονικές. Εμείς είμαστε σα μια λευκή κόλλα χαρτί, είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται για να γράψουμε πάνω του.
Κατά συνέπεια, αυτά τα δύο σημεία, τόσο το ένα, όσο και το άλλο παρουσιάζουν πλεονεκτήματα για μας. Ακόμη και όταν στο μέλλον, η χώρα μας αποχτήσει ευημερία και γίνει ισχυρή, θα πρέπει πάντα να διατηρούμε την επαναστατική μας θέση να παραμένουμε μετριόφρονες και συνετοί, να διδασκόμαστε από τούς άλλους και να προφυλασσόμαστε από την αλαζονεία. Οφείλουμε να διδαχτούμε από τούς άλλους όχι μόνο κατά την περίοδο του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου, αλλά επίσης και μετά από πολλές δεκάδες πεντάχρονα σχέδια. Θα πρέπει να το κάνουμε ακόμα και ύστερα από δέκα χιλιάδες χρόνια. Τί κακό υπάρχει σ' αυτό;
Μίλησα για δέκα προβλήματα. Αυτές οι δέκα σχέσεις είναι επίσης αντιθέσεις. Ο κόσμος είναι όλο αντιθέσεις. Χωρίς αντιθέσεις, δεν υπάρχει κόσμος. Το καθήκον μας είναι να λύνουμε σωστά αυτές τις αντιθέσεις. Θα μπορέσουμε μέσα στην πρακτική, να δώσουμε σ'αυτές τις αντιθέσεις μια εντελώς ικανοποιητική λύση; Οφείλουμε, σχετικά μ'αυτό να προετοιμαστούμε για δύο ενδεχόμενα. Και έπειτα, λύνοντας αυτές τις αντιθέσεις, θα έχουμε αναπόφευκτα να αντιμετωπίσουμε καινούργιες αντιθέσεις, καινούργια προβλήματα. Αλλά, όπως το έχουμε πει πολλές φορές, ο δρόμος είναι ελικοειδής, το μέλλον είναι λαμπρό. Θα προσπαθήσουμε να κινητοποιήσουμε όλους τούς θετικούς παράγοντες, άμεσους ή έμμεσους - μέσα και έξω από το Κόμμα, μέσα και έξω από τη χώρα, για να κάνουμε τη χώρα μας ένα ισχυρό σοσιαλιστικό κράτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου